Τοῦ κ. Γεωργίου Κούβελα, Συνταξιούχου Δικηγόρου παρ᾽ Ἀρείῳ Πάγῳ καὶ Σ.τ.Ε.
Ἐπιτίμου Προέδρου τῆς Ἐθνικῆς Φοιτητικῆς Ἑνώσεως Κυπρίων
2ον
Μ᾽ αὐτὲς τὶς Ὑποθῆκες ἡ Ρωμιοσύνη ξεκίνησε τὸν Ἀγῶνα καὶ νίκησε. Νίκησε ἡ Ρωμιοσύνη, γιατὶ τέθηκε κάτω ἀπὸ τὴν Εὐλογία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ρωμιοσύνη νίκησε, ἀλλὰ ἔγινε Ὁλοκαύτωμα καὶ ὁ Λαὸς καὶ ὁ Τόπος. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε τὶς πιὸ κάτω Φρικαλεότητες τοῦ Τυράννου:
1. Στὸ βιβλίο τῶν Ἀ. Κωστοπούλου – Β. Κωτουλοπούλου – Κωστοπούλου Τὸ θαῦμα τοῦ 1821, Ἱστορικὸ ὑμνολόγιο, γ´ ἔκδοση ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:
Ὑπάρχουν πληροφορίες στὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ἄγνωστου αὐτόπτη μάρτυρα, ποὺ ἀναφέρεται στοὺς τέσσερις πρώτους μῆνες τοῦ Ἀγώνα. Σ᾽ αὐτὸ διαβάζουμε ὅτι μαρτύρησαν μὲ διάφορους τρόπους:
Στὶς 18 Μαρτίου 10 Ἕλληνες, στὶς 5 Ἀπριλίου 28 (ἀνάμεσά τους ὁ Κων. Μουρούζης), στὶς 10 Ἀπριλίου 15 (ὁ πατριάρχης, 3 ἀρχιερεῖς, 4 καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 17 Ἀπριλίου 32 (ἕνας ἀρχιερέας, 8 καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 19 Ἀπριλίου 25 (τέσσερις ἀρχιμανδρίτες κ.ἄ.), στὶς 23 Ἀπριλίου 41 (ἕξι καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 24 Ἀπριλίου 26 (τέσσερις καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 27 Ἀπριλίου 43 (ἕνας ἀρχιμανδρίτης κ.ἄ.), στὶς 30 Ἀπριλίου 32 (ὁ πρώην πατριάρχης, ὁ πρωτοσύγκελλος, 12 ἱερεῖς, 16 πρωτογέροντες κ.ἄ.), στὶς 6 Μαΐου 36 (ὁ Νικ. Μουρούζης, 6 καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 26 Μαΐου 33 (ἕξι καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 28 Μαΐου 46 (τρεῖς ἀρχιερεῖς, ὀχτὼ καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 4 Ἰουνίου 48 (τέσσερις ἀρχιερεῖς, ἑφτὰ καλόγεροι κ.ἄ.), στὶς 13 Ἰουνίου 49 (ὀχτὼ καλόγεροι κ.ἄ.).
Τὰ θύματα τοῦ καταλόγου αὐτοῦ εἶναι συνολικὰ 492 (ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´, ὁ πρώην Πατριάρχης Κύριλλος, ἕντεκα Ἀρχιεπίσκοποι, ἕξι Ἀρχιμανδρίτες, δώδεκα Ἱερεῖς, πενῆντα ἑπτὰ Καλόγεροι κ.ἄ.)
2. Ὁ Ἠλίας Φωτεινὸς (Οἱ ἆθλοι τῆς ἐν Βλαχίᾳ Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τὸ 1821) παρουσιάζει ἕναν κατάλογο μὲ τὰ θύματα τῶν τουρκικῶν θηριωδιῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἄλλων μερῶν. Ὁ κατάλογος ἔχει ἡμερομηνία 18 Ἰουλίου 1821. Σ᾽ αὐτὸν ἀναφέρονται:
Οἱ διὰ προσταγῆς φονευθέντες: Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος, ὁ Ἀγχιάλου, ὁ Ἐφέσου, ὁ Τυρνόβου, ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Ἀνδριανουπόλεως, ὁ Ἱλαρίων, ὁ Νικομηδείας, ὁ πρώην Τυρνόβου, ὁ Δέρκων, ὁ Σωζοπόλεως, ὁ Μετρῶν, ὁ Σοφίας, τρεῖς ἐφημέριοι πατριαρχικοί, ὁ πρωτοσύγκελλος Ἐφέσου, ὁ Κύριλλος, πρώην Πατριάρχης εἰς Ἀνδριανούπολιν, ὁ Ἀρχιμανδρίτης… καὶ πολλοὶ ἄλλοι νεκροί. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἐκρεμάσθησαν.
Ἀπεκεφαλίσθησαν: ὁ (μεγάλος διερμηνέας) Κωστάκης Μουρούζης, οἱ (ἄρχοντες) Μιχ. Μάνος, Νικ. Μουρούζης, Νικ. Χαντζερής, Μιχ. Χαντζερής, Μπ. Παναγιωτάκης, Νικ. Σκαναβής, Στ. Μαυρογένης, Θεοδ. Ρίζος, Γ. Μαυροκορδάτος, Ἀλ. Ράλλης καὶ ὁ υἱός του, Γ. Θεραπιανός, Κ. Γεράκης, ὁ ὁποῖος ἐτυφλώθη, Μ. Θεοδόσης, Λ. Σαράφης, ὁ Ἀφεντούλης μὲ τὸν υἱόν του, ὁ Δ. Σαρής, οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Ἰορδανάκη, ἕξι ἄρχοντες τῆς Σμύρνης… καὶ ἄλλοι πολλοί.
Πολυειδῆ θάνατον ἔλαβον…: οἱ κάτοικοι τῶν Κυδωνιῶν καὶ Μοσχονησίων, ἐκτὸς μερικῶν οἵτινες ἐπρόλαβον καὶ ἔφυγον. (Ἀναφέρονται ὀνομαστικὰ ἄλλοι 19 Κωνσταντινοπολίτες κ.ἄ.). Ἄλλοι πολλοὶ Μωραΐται, Ρουμελιῶται, Κρητικοί, πλῆθος ἀναρίθμητον.
3. Ἕνας Ἄγγλος, ὁ Τζὼν Κέϊμ, ποὺ βρέθηκε τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες στὴν Κωνσταντινούπολη, γράφει γιὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἑλλήνων: «…Ὁ Εὐρωπαῖος ποὺ περνοῦσε τὸ Πέραν καὶ τὸ Γαλατᾶ χωρὶς φρουρὸ γενίτσαρο κινδύνευε. Ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδιὰ εἶχαν πιστόλες καὶ γιαταγάνια καὶ μάθαιναν νὰ βυθίζουν τὰ χέρια τους στὸ αἷμα. Φρικαλεότητες διαδραματίζονταν κάθε μέρα. Κανένα ἔλεος γιὰ Ἕλληνα, ὅπου τὸν ἔβρισκαν!… Μόλις νύχτωσε ἄρχισαν γύρω μας οἱ πυροβολισμοί. Κράτησαν ὅλη τὴ νύχτα μὲ μικρὰ διαλείμματα. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες εὐγενεῖς ἐλάχιστοι ἀπόμειναν…».
4. Ὁ Κέϊμ πῆγε ἔπειτα στὴ Σμύρνη. Γράφει:
«Στὴ Σμύρνη εἶδα ἕνα πρωῒ τὰ πτώματα εἰκοσιτριῶν Ἑλλήνων, σωρὸ τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο. Φοβερὸ νὰ βλέπεις πόσο φτηνὴ εἶχε καταντήσει ἡ ἀνθρώπινη ζωή!…».
5. Ὁ Γερμανὸς Γιόχαν Στρέϊτ, αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ διωγμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Πόλης, γράφει στὸ «Χρονικό» του, ποὺ δημοσιεύτηκε στὰ 1822:
«…Ὁ ὀθωμανικὸς ὄχλος, σὲ φοβερὴ ἔξαψη, ρίχτηκε στὰ σπίτια τῶν Ἑλλήνων ἀρχόντων καὶ ἄρχισε τὴ λεηλασία. Βασάνιζαν τοὺς ἐνοίκους μὲ θηριωδία, ἔκοβαν μύτες καὶ αὐτιὰ καὶ τοὺς γκρέμιζαν ὕστερα ἀπὸ τὰ παράθυρα στὸ δρόμο!… Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἔγινε θέατρο αἱματηρῶν καὶ φρικαλέων σκηνῶν. Οἱ Τοῦρκοι σκότωναν πολλοὺς ἐπιτόπου καὶ ἄλλους τοὺς ἔδεναν μὲ σχοινιὰ καὶ τοὺς ἔσερναν στοὺς δρόμους, ὥσπου οἱ σάρκες ἀποκολλοῦνταν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ καὶ οἱ δύστυχοι ἔβρισκαν πικρὸ θάνατο… Τὸ βράδυ ἄναψαν φωτιὲς στοὺς δρόμους καὶ βασάνιζαν τοὺς Ἕλληνες. Πύρωναν στὴ φλόγα τὰ μεταλλικά τῶν ὅπλων τους καὶ τὰ ἔμπηγαν στὰ ξεγυμνωμένα κορμιά. Ἄλλους τοὺς ἔψηναν στὰ κάρβουνα σιγά-σιγά, πρῶτα τὰ πόδια, ὕστερα τὰ χέρια καὶ ὁλόκληρο τὸ κορμί, ὥσπου νὰ ξεψυχήσουν!…
Τὸ ἄλλο πρωῒ γύρω στὰ 4.000 πτώματα, κεφάλια, πόδια κείτονταν στοὺς δρόμους τῆς Πόλης. Χωρὶς νὰ λογαριάσουμε ὅσους σκοτώθηκαν στὰ σπίτια τους ἢ κρεμάστηκαν ἀπὸ τὰ παράθυρα… Πολλοὶ σταυρώθηκαν πάνω σὲ δέντρα. Ἄλλοι διατρυποῦσαν παιδιὰ μὲ τὶς λόγχες καὶ τὰ τριγύριζαν στοὺς δρόμους ἔτσι, καθὼς σπαρταροῦσαν καρφωμένα, ὥσπου νὰ ξεψυχήσουν!….
6. Ὁ Κ. Σιμόπουλος (Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τὴν Ἑλλάδα τοῦ 1821) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ρῶσος διπλωμάτης Τουργκένιεφ γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´: «Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ἀπαγχονίστηκε μπροστὰ στὸ μεγάλο βεζύρη, ποὺ κάπνιζε ἀμέριμνος τὸ τσιμπούκι του κατὰ τὴν ἐπαίσχυντη ἐκτέλεση. Καὶ ὁ ἀπαγχονισμὸς εἶναι ποινὴ ποὺ ἐπιφυλάσσεται στοὺς πιὸ χυδαίους ἐγκληματίες!…».
7. Ὁ ἰδιαίτερα βάρβαρος, βίαιος καὶ αἱμοχαρής Διοικητὴς τῆς Χίου Βαχὶτ Πασάς γράφει στὰ Ἀπομνημονεύματά του γιὰ τὰ ἀνυπόταχτα χωριὰ τῆς Βορείου Χίου: «…Τὰ χωριὰ αὐτὰ δὲν ὑποτάχτηκαν παρὰ μὲ αἱματηρὲς μάχες, στὶς ὁποῖες ἀπὸ μᾶς μὲν ἔπεσαν ἀρκετοὶ νεκροί, ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲ δὲν ἔμεινε ἴχνος ζωῆς οὔτε περιουσίας. Καὶ τὰ σπίτια τους καὶ οἱ καλύβες τους κάηκαν καὶ οἱ κάτοικοι πέρασαν ἐν στόματι μαχαίρας… Γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Νέας Μονῆς χρειάστηκε νὰ καταβληθεῖ ἡ μεγαλύτερη προσπάθεια… Τὸ κεφάλι τοῦ Χιώτη ὑπερασπιστῆ τοῦ Μοναστηριοῦ Ἀντωνάκη Βαρνάβη προσφέρθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν τοποτηρητή τους… Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν συμπλοκῶν σκοτώθηκαν 600 Τοῦρκοι. Ἄλλοι τόσοι ἦταν οἱ πληγωμένοι. Ἀπέναντι στὸν ἀριθμὸ αὐτὸ σεμνύνομαι νὰ ἀντιτάξω: 1.109 κεφαλὲς Ἑλλήνων Ἱερέων, ἐπισήμων καὶ ἄλλων Ἐπαναστατῶν, 25.000 τελειωθέντας ἐν στόματι μαχαίρας, 5.000 σκλαβωμένα ἀγόρια καὶ κορίτσια…».
8. Ὁ Κ. Σιμόπουλος (Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τὴν Ἑλλάδα τοῦ 1821) γράφει γιὰ τὸ Ὁλοκαύτωμα τῆς Χίου τὶς πιὸ κάτω βαρβαρότητες: Ἡ πιὸ αὐθεντικὴ περιγραφὴ τοῦ ὀλέθρου τῆς Χίου εἶναι τὸ ἡμερολόγιο τοῦ Ὁλλανδοῦ Προξένου στὴ Χίο: «…Δὲ βλέπεις τίποτε ἄλλο, ἀπὸ φωτιά, καταστροφὴ καὶ βάρκες φορτωμένες λάφυρα, σκλάβους, παιδιά, βόδια, κατσίκες, μουλάρια. Τὸ θέαμα προκαλεῖ οἶκτο καὶ μελαγχολία… Κατὰ τὸ μεσημέρι ὅλο τὸ νησὶ καιγόταν!…».
– Στὶς 5 Ἀπριλίου 1822 σημειώνει: «…Κορμιὰ καρβουνιασμένα, κορμιὰ κρεουργημένα προκαλοῦν οἶκτο… Κανεὶς δὲν ἀναγνωρίζει πιὰ τὴν ξακουστὴ Χίο!…
– Στὶς 22 Ἀπριλίου 1822: «…Τὸ μεσημέρι ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο τὸ Δεσπότη, τοὺς προεστοὺς καὶ ὅλους τοὺς φυλακισμένους, ποὺ ἦταν κλεισμένοι ὡς ὅμηροι στὸ φρούριο. Τοὺς γύμνωσαν ἐντελῶς καὶ τοὺς κρέμασαν πάνω ἀπὸ ἑκατό, τὸν ἕνα πλάϊ στὸν ἄλλο, σὰν ἀρνιά! Μόνο στὸ Δεσπότη ἄφησαν τὸ καλυμμαύχι. Τὸ θέαμα προκάλεσε φρίκη!…».
– Στὶς 12 Μαΐου 1822: «…Στὴν πόλη δὲ βλέπεις τίποτε ἄλλο ἀπὸ Τούρκους ποὺ πουλοῦν γυναῖκες καὶ παιδιά… Εἶναι σπαρακτικὸ νὰ βλέπεις τὰ σκλαβόπουλα νὰ τὰ σέρνουν σὰν κοπάδι κατσικιῶν καὶ νὰ τὰ πουλοῦν ἕνα ἢ δύο γρόσια τὸ κεφάλι!
Οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιὰ καὶ στὰ ὀπωροφόρα. Κακόμοιρες ἐλιές!!!».
– Ἡ τελευταία ἐγγραφὴ στὸ ἡμερολόγιο τοῦ Ὁλλανδοῦ ἔγινε στὶς 19 Μαΐου 1822: «Ἡ φωτιὰ καὶ ἡ λεηλασία ἔχουν πάρει ἀπίστευτες διαστάσεις. Ἑκατὸ Τοῦρκοι φεύγουν, τριακόσιοι ἔρχονται (γιὰ λεηλασία)… Δὲν ἀφήνουν τίποτε ὄρθιο!…».
9. Ἐπίσης ἀναφέρεται καὶ στὰ ὅσα ἔγραψε ἕνας Ἄγγλος Ἱερέας, ποὺ ἐπισκέφτηκε τὴ Χίο μετὰ τὴν καταστροφὴ ἔγραψε: «Ἂν δὲν τὰ ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια μου, δὲ θὰ πίστευα ποτὲ πὼς ἡ καταστροφὴ ἦταν ὁλοκληρωτική… Ἀπὸ ἕνα πληθυσμὸ 130.000 Ἑλλήνων ἀπόμειναν ἴσως 800 ὡς 1.000 ἄτομα σκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ στὴν ὕπαιθρο…»!
10. Ὁ Β. Οὑγκὼ ὑμνεῖ καὶ θρηνεῖ γιὰ τὸν Χαλασμὸ τῆς Χίου:
Τοῦρκοι διαβῆκαν… Χαλασμός! / Θάνατος πέρα ὥς πέρα! / Ἡ Χίος, τ᾽ ὄμορφο νησί, / μαύρη ἀπομένει ξέρα… / Τ᾽ ἀρχοντονήσι… / Ἐρημιὰ παντοῦ!…
11. Τὴν 13η Ἀπριλίου 1822 ὁ Ἀμποὺ Λουμποὺτ μὲ 20.000 στρατό, πολιόρκησε τὴ Νάουσα ἐπεδόθη σὲ ἄγριες σφαγές, σὲ λεηλασίες, σὲ ἐμπρησμοὺς ποὺ κατέληξαν σὲ Ὁλοκαύτωμα. Ὅλη ἡ βαρβαρότητα φαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα του πρὸς τὸν Σουλτᾶνο: «Μὲ τὴ διαταγή μου αὐτὴ σπεύδω νὰ σᾶς γνωρίσω ὅτι σήμερα, μετὰ ἀπὸ πολιορκία δεκατεσσάρων ἡμερῶν, κατορθώσαμε νὰ κατανικήσουμε καὶ κατατροπώσουμε ὁριστικὰ τοὺς καταραμένους ἐπαναστάτες καὶ νὰ μποῦμε στὴν ἐπαναστατημένη Νάουσα νικητὲς καὶ κυρίαρχοι… Ὅσοι ἀπὸ τοὺς καταραμένους ἀπίστους δὲν κατόρθωσαν νὰ δραπετεύσουν, ἀλλὰ κρύφτηκαν μέσα στὴν πόλη, θὰ γνωρίσουν τὴν ὀργή μου καὶ κανεὶς δὲ θ᾽ ἀποφύγει τὸ φοβερὸ θάνατο μὲ τὸ σπαθί. Ὥς τὴν ὥρα κατορθώθηκε νὰ συλληφθοῦν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νικητὲς περισσότεροι ἀπὸ δύο χιλιάδες ἄπιστοι, κατὰ τῶν ὁποίων ἐφαρμόστηκαν ἀμέσως καὶ ἀμείλικτα τὰ παραγγέλματα τοῦ ἱεροῦ φετφά, δηλ. ὅλοι αὐτοὶ ἀπαγχονίστηκαν ἢ σφάχτηκαν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά τους αἰχμαλωτίστηκαν καὶ πουλήθηκαν ὡς δοῦλοι, οἱ περιουσίες τους διανεμήθηκαν στοὺς στρατιῶτες μας, τὰ σπίτια τους πυρπολήθηκαν…».
Τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὑμνεῖ καὶ θρηνεῖ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας:
Σηκώθηκεν ἡ Νιάουστα μαζὶ μὲ τὴν Κασσάντρα, / χαλάστηκεν ἡ Νιάουστα καὶ ρήμαξ᾽ ἡ Κασσάντρα. / Λουμποὺτ πασιὰς τὶς χάλασε, τὶς ἅρπαξαν Κονιάροι. / Πῆραν μανοῦλες μὲ παιδιὰ καὶ πεθερὲς μὲ νύφες, / πῆραν καὶ μιὰ νυφόπουλη, τοῦ Ζαφειράκ᾽ τὴν κόρη…
12. Γιὰ τὶς θυσίες τῆς Κασσάνδρας ὁ Σπ. Τρικούπης γράφει: «Οἱ Τοῦρκοι ἔσφαξαν καὶ ἠνδραπόδισαν καὶ αὐτοὺς τοὺς ἡσύχους κατοίκους… καὶ κατέκαυσαν ὅλα σχεδὸν τὰ χωρία. Δεκακισχίλιοι ὑπελογίσθησαν οἱ φονευθέντες ἄνδρες καὶ γυναῖκες πάσης ἡλικίας». Καὶ ὁ Κ. Φρεαρίτης συμπληρώνει: «Ἡ Κασσάνδρα δι᾽ ἡμᾶς εἶναι τόπος ἱερός· καθότι καὶ ἐνταῦθα ποταμηδὸν ἐχύθη τῶν μαρτύρων τῆς ἐλευθερίας τὸ αἷμα. Ἡ Κασσάνδρα ἔχει κεκτημένα ἤδη δικαιώματα ἐπὶ τῆς εὐγνωμοσύνης τῆς Πατρίδος, ὑψώσασα τὸ 1821 τὴν σημαία τῆς ἐλευθερίας, ἧς τὴν τιμὴν γενναίως ἠγωνίσατο μέχρι τῆς τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματος».
13. Ὁ λόγιος Ἰατρὸς Καρδιολόγος καὶ Συγγραφέας Γεώργιος Ἀθ. Δαλαμάγκας στὸ Ἄρθρο του «Ὁ Χαλασμὸς τῆς Κασσάνδρας» (Παγχαλκιδικὸς Λόγος τοῦ Ὀκτ. Νοε. Δεκ. 2021) γράφει τὰ πιὸ κάτω συγκλονιστικὰ γιὰ τὴ Θυσία τῶν Ἀγωνιστῶν καὶ γιὰ τὸ Χαλασμὸ τῆς Κασσάνδρας:
Ὁ ὅρος αὐτὸς ἀναφέρεται στὸ Χαλασμὸ ποὺ ἔγινε στὰ χωριὰ τῆς Χερσονήσου τῆς Κασσάνδρας ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1821. Ἡ λέξη Χαλασμὸς περιγράφει στὴν κυριολεξία τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ συνέβηκαν τότε στὴν Κασσάνδρα καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τὴν Παράδοση καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὴν Ἱστορία. Γιὰ παρόμοια νεότερα γεγονότα χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος Ὁλοκαύτωμα. Ὁ Χαλασμὸς τῆς Κασσάνδρας (λέγεται καὶ μεγάλος Χαλασμός) σημαίνει τὴν ἀνελέητη σφαγὴ τῶν κατοίκων τῆς Κασσάνδρας, τὴν κλοπὴ καὶ τὴν ἁρπαγὴ τῶν περιουσιῶν τους, τὸν ἐξανδραποδισμὸ μεγάλου ἀριθμοῦ γυναικῶν καὶ νεαρῶν παιδιῶν, τὴν πυρπόληση ἐκκλησιῶν, τὸ κάψιμο τῶν σπιτιῶν καὶ τὴ λεηλασία καὶ τὴν καταστροφὴ ὅλων τῶν μετοχίων τῆς χερσονήσου. Τὰ ἄγρια ἔνστικτα καὶ ἡ καταστροφικὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ ἐκδηλώθηκαν ὕστερα ἀπὸ τὴν ἧττα τῶν λίγων Ἡρωϊκῶν Κασσανδρινῶν καὶ ἄλλων Χαλκιδικιωτῶν, ποὺ πάνω ἀπὸ πέντε μῆνες ἀμύνονταν σθεναρὰ στὸν ἰσθμὸ τῆς σημερινῆς Ποτίδαιας. Ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τῶν τειχῶν τῆς ἀρχαίας Ποτίδαιας, ὀχυρώθηκαν 300-400 Κασσανδρινοὶ καὶ λοιποὶ Χαλκιδικιῶτες ἀγωνιστὲς καὶ ὡς ἄλλοι Σπαρτιάτες μετέτρεψαν τὰ στενὰ σὲ Θερμοπύλες καὶ πολέμησαν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία…. Τὸ θαλάσσιο αὐτὸ πέρασμα ἕνωνε τὸ Θερμαϊκὸ κόλπο μὲ τὸν Τορωναῖο κόλπο. Στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνα μεγάλο χαντάκι ποὺ τὸ ἔσκαψαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια οἱ Κασσανδρινοὶ μαχητὲς λίγες μέρες ὕστερα ἀπὸ τὴν μάχη τῶν Βασιλικῶν, (στὶς δεκατρεῖς Ἰουνίου τοῦ 1821), ὅπου νικήθηκαν οἱ Χαλκιδικιῶτες ποὺ εἶχαν ἐπαναστατήσει ἀπὸ τὶς 17 Μαΐου τοῦ ἴδιου χρόνου.



