3. Διότι κατά τον ΚΧΕΚ, και ειδικότερα κατά το άρθρο 4 πργφ. 2, εδάφιο α΄, η Ιερά Σύνοδος
της Εκκλησίας της Κύπρου θα έπρεπε να συγκληθεί σε τακτική συνεδρίαση εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιουνίου, δηλαδή δέκα ημέρες μετά την βεβιασμένως συγκληθείσα «έκτακτη» Ιερά Σύνοδο.
Συνεπώς, ο Μακαριώτατος με την «έκτακτη» αυτή σύγκληση της Ιεράς Συνόδου παραβίασε σαφώς τον ΚΧΕΚ.
Β. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ὁ Μακαριώτατος ἐξέθεσε ἀναλυτικὰ ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,
ἡ ὁποία συνῆλθε ὡς Δικαστήριον, κατὰ τὸ ἄρθρον 79Δ2 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὶς καταγγελίες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὸν Μητροπολίτη Πάφου Τυχικὸν,
καθὼς καὶ τὴ διερεύνηση ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιο».
1. Προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ότι η Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε ως Δικαστήριο κατά το άρθρο 79 Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ και όχι ως Διοικητικό όργανο.
Όμως, για να λειτουργήσει η Ιερά Σύνοδος ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο κατά το ανωτέρω
άρθρο, θα έπρεπε, να ακολουθηθεί η διαδικασία, που προβλέπει εξαντλητικώς ο ΚΧΕΚ στο
Παράρτημα Β΄ – Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο – ΙΙ. Ποινική Δικονομία – Α΄ Προδικασία, και
ειδικότερα η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12επ. Θα έπρεπε δηλαδή σε αδρές γραμμές:
α) καταγγελίες προς την Ιερά Σύνοδο
β) παραγγελία της Ιεράς Συνόδου προς την Ανακριτική Επιτροπή
γ) ανάκριση και πόρισμα
δ) ορισμός εκκλησιαστικού εισαγγελέα
ε) χορήγηση δικογραφίας στον κατηγορούμενο
στ) ορισμός δικασίμου και εξέταση μαρτύρων και απολογία του κατηγορουμένου.
Αυτό άλλωστε επιβάλλει και ο ΚΧΕΚ, περιλαμβάνοντας το άρθρο 81 στο τμήμα του, που ρυθμίζει την εκκλησιαστική δικονομία στη Κύπρο.
Όμως, από την παραπάνω προβλεπόμενη αναλυτικώς διαδικασία, κανένα στάδιο της δεν
τηρήθηκε. Αντιθέτως, παρελήφθη πλήρως και σε απόλυτο βαθμό.
Συνεπώς, η Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε παρανόμως ως Δικαστήριο, χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη – πριν από την εκδίκαση – προδικασία, με αποτέλεσμα η εν λόγω συνεδρίαση να είναι άκυρη και αντικανονική και – το σημαντικότερο – κατά
παράβασιν του ΚΧΕΚ.
2. Προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ότι ο Μακαριώτατος εξέθεσε αναλυτικώς ενώπιον της Ιεράς Συνόδου τις καταγγελίες που έγιναν εναντίον μου.
Εφόσον η Ιερά Σύνοδος λειτουργούσε κατά την εν λόγω συνεδρίαση ως διοικητικό όργανο,
ο Μακαριώτατος θα μπορούσε ανέτως και κανονικώς να επέχει θέση Εισηγητού του
θέματος, που αφορούσε στο πρόσωπο μου. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθ’
ομολογίαν του Ανακοινωθέντος, η Ιερά Σύνοδος λειτούργησε ως Δικαστήριο και όχι ως
όργανο διοικήσεως. Εάν, λοιπόν, γινόταν δεκτή η άποψη περί λειτουργίας της Ιεράς Συνόδου ως Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, θα πρέπει ο Μακαριώτατος, να ανεύρει στον ΚΧΕΚ τη σχετική διάταξη, που να θεμελιώνει τον ρόλο του αυτό ως «Εισηγητού». Το βέβαιον, είναι, ότι δεν θα ανεύρει, διότι «Εισηγητής» στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη της
Εκκλησίας της Κύπρου δεν υφίσταται.
Αν, πάλι, θεωρεί, ότι επείχε ρόλο Εισαγγελέως, τότε θα έπρεπε να είχε ορισθεί από την Ανακριτική Επιτροπή, ορισμός ο οποίος όμως δεν έγινε, διότι δεν συμμετείχε ποτέ στην όλη διαδικασία η Ανακριτική Επιτροπή.
Συνεπώς, η ανάληψη εκ μέρους του Μακαριωτάτου του ρόλου του Εισηγητού στην υπόθεση του κ.Τυχικού, είναι παράνομη και αντικανονική, αντιβαίνουσα σαφώς στις διατάξεις του ΚΧΕΚ, στον οποίο ΚΧΕΚ ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος.
3. Προκύπτει, τέλος, από το Ανακοινωθέν, ότι ο ίδιος έκανε και την διερεύνηση, σχετικώς με
τις καταγγελίες προς το πρόσωπο του κ. Τυχικού.
Εάν αυτό αληθεύει, τότε ο Μακαριώτατος πιθανολογείται, ότι λειτούργησε ως Ανακριτής. Όμως, αυτό το έπραξε αυτοβούλως και αυτογνωμώνως και κατά παράβασιν του ΚΧΕΚ, διότι καθήκοντα Ανακριτή, ο οποίος κατά τον ΚΧΕΚ έχει υποχρέωση να ανεύρει την
ουσιαστική αλήθεια, ασκούνται μόνο από το πρόσωπο, που η Ανακριτική Επιτροπή ορίζει
και το οποίο πρόσωπο προέρχεται από τα μέλη αυτής. Αλλά ορισμός του Μακαριωτάτου ως Ανακριτή δεν υφίσταται, διότι η Ανακριτική Επιτροπή ουδόλως συμμετείχε στην όλη διαδικασία και ούτε τον όρισε ως Ανακριτή. Περαιτέρω, δεν θα μπορούσε ο Μακαριώτατος
ούτε να ορισθεί Ανακριτής, διότι ούτως ή άλλως δεν είναι μέλος της Ανακριτικής Επιτροπής.
Εάν σε όλα τα παραπάνω, προσθέσω και το γεγονός, ότι η παραδοχή του Μακαριωτάτου, ότι διερεύνησε ο ίδιος τις καταγγελίες εναντίον του κ. Τυχικού, συνιστά και
λόγο αποκλεισμού του και λόγο εξαιρέσεως του από τη σύνθεση της Ιεράς Συνόδου, εφόσον αυτή αντιμετωπισθεί ως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο κατά την διατύπωση του
Ανακοινωθέντος, τότε ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών του Μακαριωτάτου και η εκ μέρους του παραβίαση του ΚΧΕΚ επιτείνεται έτι περαιτέρω.
Συνεπώς, η ομολογία του Μακαριωτάτου, ότι διερεύνησε ο ίδιος τις εναντίον του κ.Τυχικού καταγγελίες, συνιστά πλήρη απόδειξη της εκ μέρους του Μακαριωτάτου παραβιάσεως για μία ακόμη φορά του ΚΧΕΚ, λαμβανομένου υπόψιν τη θεμελιώδη αρχή της δικονομίας, ότι η ομολογία είναι η «βασιλίς των αποδείξεων».
Δ. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐξέτασε καὶ δευτερεύουσας σημασίας
καταγγελίες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στὴ συνοχὴ καὶ ἑνότητα τῶν πιστῶν τῆς Μητρόπολης Πάφου, οἱ ὁποῖες κατὰ καιροὺς δημιούργησαν καὶ πολλὰ σκωπτικὰ σχόλια στὰ Μ.Μ.Ε.».
Όπως προκύπτει από την διατύπωση του ανακοινωθέντος, η Ιερά Σύνοδος τελούσε εν γνώσει και άλλων καταγγελιών, τις οποίες χαρακτήρισε ως «δευτερεύουσας σημασίας» και απλώς τις εξέτασε.
Όμως, εφόσον η Ιερά Σύνοδος – όπως λέει το Ανακοινωθέν – λειτούργησε ως Εκκλησιαστικό
Δικαστήριο του άρθρου 79Δ πργφ. 2 του ΚΧΕΚ, ακόμη και αν δεν τηρήθηκε η διαδικασία, που προβλέπεται, θα έπρεπε – όπως κάθε δικαστήριο – όχι μόνο να συζητήσει τις καταγγελίες αλλά να αποφανθεί περί αυτών, εκδίδοντας σχετική απόφαση, διά της οποίας
ή θα τις απέρριπτε ή θα τις αποδεχόταν. Επιπροσθέτως, θέλω να τονίσω, ότι στο Κανονικό
Δίκαιο δεν υπάρχουν καταγγελίες «πρωτεύουσας σημασίας» και κατηγορίες«δευτερεύουσας σημασίας», εκ των οποίων οι πρώτες αξιολογούνται και εκδίδεται
απόφαση περί αυτών, ενώ οι δεύτερες απλώς συζητούνται και ουδεμία απόφαση περί αυτών εκδίδεται. Κατά το Κανονικό Δίκαιο και ειδικότερα τον 130 ο κανόνα της Καρθαγένης
(Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, ὁσακισδήποτε κληρικοῖς ἀπὸ κατηγορῶν πολλὰ ἐγκλήματα ὑποβάλλονται, καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν, περὶ οὗ πρῶτον ἐπράχθη, ἀποδειχθῆναι οὐκ ἠδυνήθη, πρὸς
τὰ λοιπὰ μετὰ ταύτα μὴ προσδεχθῶσι), υπάρχουν καταγγελίες που αποδεικνύονται και κατηγορίες που δεν αποδεικνύονται και σε περίπτωση περισσοτέρων των μίας κατηγοριών, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, εάν μία εκ των κατηγοριών κριθεί αβάσιμη και αναπόδεικτη, απορρίπτονται όλες ως αβάσιμες.
Συνεπώς, ο Μακαριώτατος – ως εισηγητής αλλά και ως το πρόσωπο που διερεύνησε τις καταγγελίες – θα έπρεπε να εισηγηθεί είτε την βασιμότητα τους είτε την μη βασιμότητά τους, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, παρασύροντας τα μέλη της Ιεράς Συνόδου στη λήψη
εσφαλμένων αποφάσεων.
Εκείνο, που είναι βέβαιο, και επιθυμώ να τονίσω, είναι ότι εκ του συγκεκριμένου εδαφίου
του Ανακοινωθέντος προκύπτει, ότι η Ιερά Σύνοδος – μην εκδίδοντας απόφαση επί καταγγελιών αλλά αρκούμενη απλώς στην εξέταση τους και στη συζήτηση τους – ενήργησε και λειτούργησε σαφώς ως όργανο διοικήσεως και όχι ως Δικαστήριο.
Προς επίρρωσιν των όσων ανέφερα παραπάνω, επικαλούμαι και το ίδιο το Ανακοινωθέν, το οποίο:
1. επισημαίνει, ότι: «Τὰ ὡς ἄνω θέματα τὰ ὁποῖα συζητήθηκαν ἐκτενῶς, ἀφοροῦν καὶ στὴν
ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ αὐτές.».
Δηλαδή, στην συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, αν και υποτίθεται, ότι ήταν συνεδρίαση Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, δεν συζητήθηκαν κανονικά παραπτώματα μου αλλά θέματα που αφορούν ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις σχέσεις της Εκκλησίας της Κύπρου
με αυτές. Όμως, αυτό που τελικώς διαπιστώθηκε, όπως προκύπτει από το Ανακοινωθέν, ήταν σοβαρές αδυναμίες στην διοίκηση και διαποίμανση της Μητροπολιτικής Περιφέρειας Πάφου.
Θέτω, κατόπιν τούτου το ερώτημα: Πώς γίνεται η κατά το Ανακοινωθέν δυσλειτουργία μίας Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Κύπρου, που είναι εσωτερικό ζήτημα της Εκκλησίας της Κύπρου, να επηρεάζει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τις σχέσεις της Εκκλησίας
της Κύπρου με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες;
2. στην προτελευταία παράγραφο επισημαίνει:
i. στο εδάφιο α΄, ότι «Ἀφοῦ διεξήχθη διεξοδικὴ συζήτηση ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω θεμάτων καὶ ἔδωσε τὶς ἀπαντήσεις του ὁ Μητροπολίτης Πάφου, αὐτὸς ἀπεχώρησε». Όμως σε ένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο ούτε συζήτηση γίνεται επί των θεμάτων αλλά διερεύνηση των
κατηγοριών, ούτε ο κατηγορούμενος δίδει απαντήσεις αλλά απολογείται.
ii. στο εδάφιο β΄, ότι: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔκρινε ἀνεπαρκεῖς τὶς ἀπαντήσεις τοῦ Μητροπολίτου
Πάφου καὶ διεπίστωσε σοβαρὲς ἀδυναμίες στὴ διοίκηση καὶ διαποίμανση τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου». Όμως, σε ένα Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, η σύνθεση του δεν κρίνει ανεπαρκείς τις απαντήσεις του κατηγορουμένου αλλά την απολογία του.
Ούτε βεβαίως, εννοείται το Δικαστήριο, διαπιστώνει σοβαρές αδυναμίες στην διοίκηση της
Μητροπόλεως του κατηγορουμένου αλλά διαπιστώνει μόνο αν έχουν τελεστεί από τον ίδιο τα κανονικά παραπτώματα, για τα οποία κατηγορήθηκε.
Ε. Κατά το Ανακοινωθέν: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔλαβε τὴν κατὰ πλειοψηφίαν ἀκόλουθη
ἀπόφαση: Ὁ ἐν λόγῳ Ἀρχιερέας τίθεται στὴ διάθεση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θὰ τὸν αξιοποιήσει ὅπου δεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως ὑποβάλει, γραπτῶς, Ὁμολογίαν Πίστεως, στὴν
ὁποία νὰ περιλαμβάνεται καταδίκη τοῦ ἀποτειχισμοῦ. Θὰ παραμείνει ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ θὰ τοῦ δοθεῖ τίτλος καὶ θέση ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο».
Από το ανωτέρω εδάφιο του Ανακοινωθέντος προκύπτουν τα εξής ζητήματα, επί των οποίων τοποθετούμαι αμέσως:
Πρώτον, από τη στιγμή, που κατά το Ανακοινωθέν, διαπιστώθηκαν «σοβαρὲς ἀδυναμίες στὴ διοίκηση καὶ διαποίμανση τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου»,δηλαδή διαπιστώθηκε, ότι ο Μητροπολίτης Πάφου δεν είναι ικανός να διοικήσει την Ιερά
Μητρόπολη του, τότε θα έπρεπε η Ιερά Σύνοδος ως διοικητικό όργανο – που ούτως ή άλλως υπό αυτή την ιδιότητα συνεδρίασε – βάσει του άρθρου 14, πργφ. 1 γ΄ του ΚΧΕΚ, να
κηρύξει τον θρόνο μου σε χηρεία με ειδική πλειοψηφία των ¾ του συνόλου των μελών της
«λόγω αδυναμίας του Αρχιερέως (δηλαδή του Μητροπολίτη Πάφου), η οποία θα έχει αποδειχθεί αρμοδίως, να ανταποκριθεί στα λειτουργικά, ποιμαντικά και διοικητικά καθήκοντα του». Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, συμφώνως πάντοτε προς το ίδιο άρθρο, ο κ. Τυχικός θα έπρεπε να έχει σωματικό ή διανοητικό νόσημα ή γήρας. Έχει όμως τέτοια
προβλήματα ο Μητροπολίτης Πάφου; Εξ όσων μπορώ να συμπεράνω, όχι.
Συνεπώς:
α) είτε υπήρχαν σοβαρές αδυναμίες στη διοίκηση και διαποίμανση της Μητροπόλεως Πάφου, οπότε η Ιερά Σύνοδος παραβίασε τον ΚΧΕΚ, μην εφαρμόζοντας τη σχετική διάταξη
του άρθρου 14 του ΚΧΕΚ,
β) είτε είναι όντως ικανός προς διοίκησιν και διαποίμανσιν της Μητροπόλεως του ο Μητροπολίτης Πάφου, αφού δεν έχει σωματικό ή διανοητικό νόσημα ή γήρας, οπότε κατά παράβασιν του ΚΧΕΚ η Ιερά Σύνοδος του αφαίρεσε την διαποίμανση της Μητροπόλεως του.
Δυστυχώς, λυπούμαι που το λέω, αλλά τα κουκιά είναι μετρημένα.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω, ότι ο βάσει των ιερών κανόνων κατ’ ουσίαν χαρακτηρισμός του Μητροπολίτη Πάφου ως «Σχολάζοντος» και της Μητροπόλεως του ως «Σχολάζουσας»,
όπως θα εξηγήσω αμέσως παρακάτω, δεν συνιστούν ποινή, που επιβάλλεται για κάποιο
κανονικό παράπτωμα αλλά είναι διοικητικού χαρακτήρα ενέργεια, είναι διοικητικό μέτρο.
Τούτο αποδεικνύει με τον πλέον φανερό τρόπο, ότι – πέραν των άλλων επιχειρημάτων – η
Ιερά Σύνοδος στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτούργησε επ’ ουδενί ως Εκκλησιαστικό
Δικαστήριο αλλά ως όργανο διοικήσεως. Γι’ αυτό δεν επέβαλε ποινή, προβλεπόμενη από
τους ιερούς κανόνες αλλά έλαβε ένα διοικητικό μέτρο, όπως είναι η κήρυξη μίας Μητροπόλεως σε σχολάζουσα και του επισκόπου της σε σχολάζοντα.
Άρα, η Ιερά Σύνοδος οδηγήθηκε σε απόφαση, που είναι αντίθετη με τον ΚΧΕΚ, παραβιάζοντας αυτόν κατάφωρα.
Δεύτερον, η Ιερά Σύνοδος τελικώς αποφάσισε να θέσει τον Μητροπολίτη Πάφου στην
διάθεση της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία θα τον αξιοποιήσει, όπου και όπως κρίνει αυτή σκόπιμο.
Εάν, όμως, συνδυάσει κανείς την απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου με την ερμηνεία υπό τον 16 ο κανόνα της Αντιοχείας των όρων «σχολάζων επίσκοπος» και «σχολάζουσα επισκοπή», από τους Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνα και Πηδάλιο, θα διαπιστώσει, ότι η Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου εν τέλει και κατ’ ουσίαν ούτε κήρυξε έκπτωτο τον κ.
Τυχικό, ούτε τον έπαυσε από τα καθήκοντα του, αλλά τον κήρυξε Σχολάζοντα Επίσκοπο και
την Ιερά Μητρόπολη Πάφου ως σχολάζουσα. Και όπως ακριβώς ο Σχολάζων Επίσκοπος, έτσι και ο κ.Τυχικός με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου τέθηκε στην διάθεση της Εκκλησίας.
Όμως, για να κηρυχθεί ο Μητροπολίτης Πάφου «Σχολάζων Επίσκοπος» και η Μητρόπολη
του «Σχολάζουσα Επισκοπή» θα έπρεπε – κατά τον 16 ο κανόνα της Αντιοχείας, αν και κανονικώς εκλεγείς, να μην μπορεί να αναλάβει καν τα καθήκοντά του στην Μητρόπολη Πάφου, επειδή αυτή ευρίσκεται υπό κατοχή ή να τυγχάνει της απορρίψεως από το σύνολο των πιστών της Μητροπόλεως. Τέτοιες όμως συνθήκες δεν υπάρχουν, όχι μόνον γιατί η Μητρόπολη Πάφου δεν είναι υπό κατοχή, όχι μόνον γιατί οι πιστοί της Μητροπόλεως δεν
τον κήρυξαν ανεπιθύμητο αλλά υπεράνω όλων, διότι είχε ήδη αναλάβει και ασκούσε
κανονικώς τα καθήκοντα μου επί μακρό διάστημα, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για την
κήρυξη ενός επισκόπου ως «σχολάζοντος» είναι να μην μπορεί να αναλάβει εξαρχής
καθόλου τα καθήκοντα του.
Άρα, η Ιερά Σύνοδος οδηγήθηκε σε απόφαση, που παραβιάζει τους ιερούς κανόνες και τον
ΚΧΕΚ κατάφωρα.
Τρίτον, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε, ότι θα χρησιμοποιήσει τον κ. Τυχικό, όπου και όπως κρίνει αυτή σκόπιμο, αφού προηγουμένως υποβάλλει γραπτώς Ομολογία πίστεως, στην
οποία να περιλαμβάνεται καταδίκη του αποτειχισμού.
Επισημαίνω, ότι η γραπτή ομολογία πίστεως, ήτοι ο λίβελλος, κατά το Κανονικό Δίκαιο προβλέπεται για την επανένταξη των αιρετικών στην ορθόδοξη πίστη και περιλαμβάνει ταυτοχρόνως και απόρριψη της αιρέσεως, όπως ακριβώς σημειώνει ο Ι. Ζωναράς στο
σχόλιο του υπό τον 47 ο κανόνα της Καρθαγένης: «Οἱ ἐξ αἱρέσεων προσιόντες τῇ ὀρθοδόξῳ
πίστει, οἱ μέν λιβέλλους ἀπαιτοῦνται, ἐκδόσεις ἐγγράφους δηλαδή, στηλιτευούσας τάς
αἱρέσεις αὐτῶν∙». Στον Ι. Ζωναρά παραπέμπει και το Πηδάλιον, στο σχόλιο του υπό τον 7ο κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου: «Ὁ παρών Κανών διορίζεται, τίνι τρόπῳ πρέπει νά δεχώμεθα τούς ἀπό τῶν αἱρέσεων προσερχομένους εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν
μερίδα τῶν σωζομένων. Λέγων, ὅτι τούς μέν Ἀρειανούς, καί Μακεδονιανούς, καί
Ναυατιανούς, περί ὧν εἴπομεν ἐν τῷ α΄ Κανόνι τῆς παρούσης Συνόδου. Καί τούς
Σαββατιανούς καί Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ἤτοι τετραδίτας καί Ἀπολιναριστάς. Δεχόμεθα.
Ἀφ’ οὗ δώσουν Λιβέλλους, ἤγουν ἔκδοσιν ἔγγραφον (ἤ Λίβελλος γάρ Λατινική φωνή,
ἔκδοσις ἑρμηνεύεται κατά τόν Ζωναρᾶν) ἀναθεματίζουσαν καί τήν ἐδικήν των, καί κάθε
ἄλλην ἀκόμη αἵρεσιν ὁποῦ δέν φρονεῖ, καθὼς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική, καί
ἀποστολική ἐκκλησία,..».

