Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΖΑΝΝΗ*
Το νεοελληνικό κράτος που ιδρύθηκε το 1831, αποτέλεσμα της εποποιίας του Αγώνα του 1821, από νωρίς δέχτηκε την ασφυκτική πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα: Πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό, στρατιωτικό. Οι νέοι πάτρωνες του νεοσύστατου κράτους και οι εδώ υποστηρικτές των ιδεολογικών ρευμάτων που προέκυψαν από τον Διαφωτισμό πολέμησαν με μανία την ορθόδοξη ρωμαίικη παράδοση, προσπαθώντας να την αντικαταστήσουν με έναν τρόπο ζωής αλλότριο προς εκείνον που ακολουθούσε το Γένος από τα βάθη των αιώνων της ιστορικής του διαδρομής.
Φυσικά, υπήρξαν οι φωνές εκείνες που προσπάθησαν να υπερασπιστούν την πατρώα πίστη και τα πάτρια ήθη: Κωνσταντίνος Οικονόμος, Στρατηγός Μακρυγιάννης, Κοσμάς Φλαμιάτος, Αγιος Χριστοφόρος Παπουλάκος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι κάποιοι από εκείνους που με την πένα, τον λόγο ή το παράδειγμά τους διασταύρωσαν τα πνευματικά τους ξίφη με τους εξ Εσπερίας αυτόκλητους νεωτεριστές και τους εγχώριους υποστηρικτές τους.
Ωστόσο η διαφορά προήλθε από τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Οι πρόσφυγες, που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες, κόμισαν στον ελλαδικό κορμό το πνεύμα της ορθόδοξης παράδοσης, το οποίο έμεινε αλώβητο, αν και υπό τουρκική κυριαρχία. Δεν είναι τυχαίο που πλειάδα κορυφαίων συγχρόνων Αγίων προέρχονται από εκείνα τα ευλογημένα μέρη.
Ανάμεσα στους κορυφαίους στον χώρο των γραμμάτων και της τέχνης που υπερασπίστηκαν την παράδοση και, μάλιστα, συντέλεσαν στην επαναπροσέγγισή της, πρωτόθρονος είναι ο Φώτης Κόντογλου ο Κυδωνιεύς. Ο μεγάλος αυτός μαΐστωρ της -λησμονημένης και περιφρονημένης στην εποχή του ακόμη και από ανθρώπους της Εκκλησίας- βυζαντινής τέχνης, α σπουδαίος λογοτέχνης και βαθύτατος γνώστης της ορθόδοξης παράδοσης, την οποία υπερασπίστηκε με σθένος κατά πάσης εξωτερικής ή εσωτερικής εξωτερικής επιβουλής.
Η οποία εσωτερική ήταν και η χειρότερη.
Γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου του 1895. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός στο επάγγελμα και την αγάπη για τη θάλασσα την κληρονόμησε στον γιο του. Εφυγε όμως νωρίς από τη ζωή και την κηδεμονία του ίδιου και των τριών αδελφών του ανέλαβε ο από μητρός θείος του, ο ιερομόναχος Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της Μονής της Αγίας Παρασκευής. Σ’ αυτόν οφείλεται η χρήση του επωνύμου της μητέρας του.
Τελείωσε στο Αϊβαλί το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο. Από τότε έδειξε την αγάπη του για τη ζωγραφική και τη συγγραφή, συμμετέχοντας στην αποτελούμενη από μαθητές ομάδα έκδοσης του περιοδικού «Μέλισσα». Συμμαθητής, συνεργάτης και φίλος του ήταν ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας.
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, αλλά την εγκατέλειψε σύντομα, διαφωνώντας με το ακαδημαϊκό ύφος της. Οι δικές του προτιμήσεις έκλιναν προς το έντονο θρησκευτικό ύφος. Εφυγε στο Παρίσι, απ’ όπου άρχισε και η διεθνής αναγνώρισή του, καθώς βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν, «Η πείνα». Στο Παρίσι άρχισε να καταξιώνεται και ως λογοτέχνης, με τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Πέδρο Καζάς».
Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί, όπου διδάσκει Γαλλικά και Ιστορία της Τέχνης, ενώ ιδρύει με τους φίλους του Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι άνθρωποι». Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία κατατάσσεται στον Στρατό και μετά την καταστροφή διαφεύγει ως πρόσφυγας στη Λέσβο και κατόπιν στην Αθήνα. Δραστηριοποιείται πλέον στη ζωγραφική, στην αγιογραφία, στη συγγραφή και τη συντήρηση έργων τέχνης.
Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά και εξέδωσε το βιβλίο «Εκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας» (το έργο αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας). Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco.
Στο εργαστήρι του μαθήτευσαν μερικοί από τους σημαντικότερους Ελληνες ζωγράφους, όπως ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Γ. Τσαρούχης και ο Σπύρος Βασιλείου. Οι αγιογραφίες του κόσμησαν πολλές μητροπόλεις και εκκλησίες, όπως η Καπνικαρέα, η Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, ο Αγιος, Ανδρέας Πατησίων, η Ζωοδόχος Πηγή και η Αγία Παρασκευή Παιανίας, ο Ευαγγελισμός Ρόδου, ο Αγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, ο Αγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.ά. Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές.
Ο Κόντογλου όμως υπήρξε και προικισμένος συγγραφέας, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας θαλασσογράφος. Και, πάνω απ’ όλα, στάθηκε υπέρμαχος της ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης σε εποχές που το πνεύμα του εκδυτικισμού κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, ακόμα και στον χώρο της Εκκλησίας.
Σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, πραγματεύεται όλα αυτά τα θέματα και υπερασπίζεται την ορθόδοξη παράδοση με ζήλο, γνώση, δυνατό λόγο και μεγάλη καρδιά. Ακολουθεί τον δρόμο της επιστροφής στις παραδοσιακές εθνικές αξίες, με τον οποίον «συνταιριάζεται απόλυτα και αβίαστα η ατόφια ρωμέικη ιδιοσυγκρασία του καθώς και η ανατολική καταγωγή του, όπου ελληνική παράδοση και ορθόδοξη πίστη είχαν ζυμωθεί σε μια αδιάσπαστη ένωση, χρωματισμένη από την έντονη αντίθεση προς τη Δύση, την αλλόδοξη Δύση, την εχθρική με φιλική επικάλυψη Δύση».
*Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”



