Στὴν περιοχὴ Ξηροκρήνη-Kuruçeşme τῆς Κωνσταντινούπολης ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.Ἦταν Πόντιοι χριστιανοὶ ποὺ ἔγιναν µὲ τὴ βία µουσουλµάνοι µὲ τὴ χατζάρα καὶ τὸ τσεκούρι. Τὸ ὄνοµά του παλιὰ ἦταν Δηµήτριος, τὴ γυναίκα του τὴν ἔλεγαν Μαρίνα καὶ τὰ παιδιά τους Ἀνδρέα καὶ Φωτεινή. Ἦταν µιὰ πολὺ εὐτυχισµένη οἰκογένεια κι ἦταν ἀγρότες. Ὁ Ἰσµαὴλ πήγαινε στὸ χωράφι µὲ τὰ βόδια του κι ὄργωνε τὴ γῆ, ἔσπερνε καὶ φύτευε σιτάρι κι ἡ γῆ τοῦ ἔδινε πλούσια σοδειά.
Ὁ Ἰσµαὴλ ἦταν ἁγνὸς κι ἄκακος κι ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσµο, ἀκόµα καὶ τοὺς χριστιανοὺς Πόντιους κατοίκους τοῦ χωριοῦ. Μπορεῖ νὰ εἶχαν ἄλλη θρησκεία πιὰ µὰ ἡ ἀγάπη δὲν κάνει διακρίσεις κι ἡ ἁγνὴ καρδιὰ δὲν ξεχνᾶ ὅλα ὅσα ἔζησε. Τόσα χρόνια ζοῦσαν ἀγαπηµένοι κι εὐτυχισµένοι, ὥσπου οἱ µισοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἀλλαξοπίστησαν κι ἔγιναν µουσουλµάνοι µὲ τὴ βία.Ὅταν οἱ σοδειὲς τῶν χριστιανῶν καταστρέφονταν κι οἱ χριστιανοὶ Πόντιοι πεινοῦσαν, ὁ Ἰσµαὴλ ἔβαζε κρυφὰ τὴ νύχτα ἔξω ἀπ’ τὰ σπίτια τους σιτάρι γιὰ νὰ φᾶνε κι ἔφευγε γρήγορα γιὰ µὴν τὸν δεῖ κανείς.Οἱ χριστιανοὶ Πόντιοι εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεό, ποὺ δὲν τοὺς ἄφηνε ποτὲ νὰ πεινάσουν, ἀλλὰ καὶ τὸν κρυφὸ εὐεργέτη τους. Ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἔλεγαν, ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει καλὰ καὶ νὰ τοῦ δίνει πλούσια τὰ ἐλέη του.
Τὰ χρόνια περνοῦσαν ὥσπου ὁ Ἰσµαὴλ ἀρρώστησε βαριά, ἔπαθε παράλυση ἄκρων καὶ τώρα ἦταν καθηλωµένος στὸ κρεβάτι του. Τὸν φρόντιζαν ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του. Ὁ Ἰσµαὴλ ὅµως δὲν γόγγυζε οὔτε ἔλεγε γιατί τὸ ἔπαθα αὐτό. Ὑπέµενε τὴν ἀρρώστια κι ἔλεγε: «Ἀφοῦ τὸ ἔπαθα, θὰ κάνω ὑποµονή».Μιὰ νύχτα κοιµήθηκε τόσο βαριά, ποὺ βυθίστηκε σ’ ἕνα ὄνειρο. Ἦταν ἔξω ἀπὸ µιὰ ἐκκλησία καὶ κάποιος στρατιωτικὸς τοῦ εἶπε: «Ἰσµαήλ, ἔλα στὸ σπίτι µου καὶ θὰ γίνεις καλά. Πὲς στοὺς δικούς σου νὰ σὲ φέρουν µὲ ἅµαξα καὶ θὰ φύγεις περπατώντας».Τὴν ἄλλη µέρα σκεφτόταν τὸ παράξενο ὄνειρο ποὺ εἶδε καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ ἦταν αὐτὸς ὁ στρατιωτικὸς καὶ ποῦ νὰ ἦταν τὸ σπίτι του.
Τὸ βράδυ ἔπεσε νὰ κοιµηθεῖ κι εἶδε πάλι τὸ ἴδιο ὄνειρο. Τὴν ἄλλη µέρα µόλις ξηµέρωσε, εἶπε στὴ γυναίκα του νὰ φωνάξει τὸ γείτονά του τὸ Θεόδωρο καὶ τὸν ρώτησε ἂν ἤξερε κάποιον Δηµήτριο ἀπὸ τὴν Ξηροκρήνη στὴν Κωνσταντινούπολη.
«Ἂχ Ἰσµαὴλ» εἶπε ὁ Θεόδωρος «ἔγινες µουσουλµάνος καὶ ξέχασες τοὺς Ἁγίους µας; Αὐτὸς ποὺ εἶδες εἶναι ὁ Ἅγιος Δηµήτριος, ποὺ βαφτίστηκες καὶ µὲ τ’ ὄνοµά του, κι ἔχει ναὸ στὴν περιοχὴ τῆς Ξηροκρήνης, στὴν ὄµορφη καὶ ξακουστὴ Κωνσταντινούπολη.«Τί λὲς Θεόδωρε; Δηλαδὴ αὐτὰ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπω δὲν εἶναι ψέµατα»; «Ὄχι Ἰσµαήλ, ὁ Ἅγιος Δηµήτριος σὲ θέλει νὰ πᾶς σπίτι του, νὰ σὲ κάνει καλά». «Πῶς γίνεται αὐτὸ Θεόδωρε; Ἐγὼ ἔγινα µουσουλµάνος, πρόδωσα τὴν πίστη µας, πῶς τώρα ἔρχεται ὁ Ἅγιος καὶ µοῦ λέει αὐτὰ τὰ πράγµατα»; «Ὁ Θεός µας, Ἰσµαὴλ» εἶπε ὁ Θεόδωρος «δὲν σὲ ξέχασε ποτέ. Τόσα χρόνια βλέπει τὰ καλὰ ποὺ κάνεις καὶ θέλει νὰ στὰ ἀνταποδώσει. Τὸ βράδυ ὁ Ἰσµαὴλ εἶδε πάλι γιὰ τρίτη φορὰ στ’ ὄνειρό του τὸν Ἅγιο Δηµήτριο. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Ἅγιος ἦταν πιὸ ἐπιτακτικός. «Ἰσµαὴλ» τοῦ εἶπε «µὴν τὸ καθυστερεῖς ἄλλο καὶ νὰ µὴν ντρέπεσαι καθόλου. Ἔλα! Σοῦ τὸ λέω πὼς θὰ γίνεις καλά, ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστέψεις…». Ὁ Ἰσµαὴλ ταράχτηκε, ἀλλ’ αὐτὴ τὴ φορὰ πίστεψε πὼς θὰ γίνει καλά. «Γυναίκα» εἶπε «φώναξε τὸ Θεόδωρο τὸ γείτονά µας, εἶν’ ἐπεῖγον». Μόλις ἦρθε ὁ Θεόδωρος, ὁ Ἰσµαὴλ τοῦ εἶπε: «Θεόδωρε, ἦρθε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Ἅγιος Δηµήτριος στ’ ὄνειρό µου καὶ µοῦ εἶπε ὅτι θὰ γίνω καλά. Μπορεῖς νὰ ἔρθεις µαζί µου στὴν Ξηροκρήνη στὴν Κωνσταντινούπολη; Φοβᾶµαι νὰ πάω µόνος µου». «Καὶ τὸ ρωτᾶς;» εἶπε ὁ Θεόδωρος «αὔριο τὸ πρωὶ κιόλας φεύγουµε µὲ τὴν ἅµαξά µου. Πάω νὰ ἑτοιµάσω φαγητὸ γιὰ τὸ δρόµο. Σὲ λίγες µέρες θά ’µαστε στὴν Κωνσταντινούπολη». «Ἀµὴν» ἔκανε ὁ Ἰσµαήλ.
Μόλις ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Θεόδωρος πῆγε µὲ τὴν ἅµαξά του στὸν ἀδερφό του γιὰ νὰ τοὺς φιλοξενήσει. Ἦταν ἀργὰ τὸ βράδυ καὶ καθὼς ἦταν κουρασµένοι ἀπ’ τὸ ταξίδι, κοιµήθηκαν γρήγορα. Τὴν ἄλλη µέρα πρωὶ-πρωὶ ὁ Ἰσµαὴλ µὲ τὸ Θεόδωρο καὶ τὸν ἀδερφό του πῆγαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου στὴν Ξηροκρήνη.
Μόλις ἔφτασαν, τὰ δυὸ ἀδέρφια κατέβασαν τὸν Ἰσµαὴλ µ’ ἕνα φορεῖο ἀπ’ τὴν ἅµαξα καὶ τὸν ἔβαλαν µέσα στὸ ναό. Ὁ Θεόδωρος τοῦ ἔφερε ἁγίασµα καὶ τὸν ἔπλυνε µὲ αὐτὸ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Ἀµέσως ὁ Ἰσµαὴλ ἔνιωσε µιὰ ἀπίστευτη δύναµη µέσα του. Τὰ παράλυτα χέρια καὶ πόδια του ἄρχισαν νὰ κουνιοῦνται καὶ γρήγορα σηκώθηκε ἀπ’ τὸ φορεῖο του. Ὁ Ἰσµαὴλ δὲν πίστευε στὰ µάτια του. «Ἔγινα καλά!» ἔλεγε. «Ἅγιέ µου Δηµήτριε, µεγάλη ἡ χάρη σου! Χριστέ µου, Παναγία µου, σᾶς εὐχαριστῶ µέσα ἀπ’ τὴν καρδιά µου! Συγγνώµη ποὺ σᾶς πρόδωσα κι ἔγινα µουσουλµάνος!Πῆγε στὸ τέµπλο καὶ προσκύνησε ὅλες τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου καὶ τοὺς ἔλεγε «χίλια εὐχαριστῶ µέσα ἀπ’ τὴν καρδιά µου». Φώναξαν καὶ τὸν παπὰ-Σωτήρη, τὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ, καὶ µοιράστηκαν τὴ χαρά τους. Ὁ Ἰσµαὴλ ἔµεινε ἕνα µήνα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κάθε µέρα πήγαινε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε, ποὺ ξαναπερπάτησε µετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια.
«Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ διορθώσω τὸ λάθος µου» εἶπε ὁ Ἰσµαὴλ καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε ὁ παπὰ-Σωτήρης, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν πίστη τῶν προγόνων του, ἔγινε καὶ πάλι χριστιανός.Μετὰ ἀπὸ ἕνα µήνα ξαναπῆγαν οἰκογενειακῶς στὴν Κωνσταντινούπολη µὲ τὴν ἅµαξα τοῦ Θεόδωρου κι ὁ παπὰ-Σωτήρης τοὺς κατήχησε ὅλους, τὴ Φατµέ, ποὺ ξανάγινε Μαρίνα, καὶ τὰ παιδιά τους, τὸν Ἀϊντίν, ποὺ ξανάγινε Ἀνδρέας, καὶ τὴ Φεριντέ, ποὺ ξανάγινε Φωτεινή, κι ἐπέστρεψαν στὸ χριστιανισµό. Τελικὰ τὸ θαῦµα ἤτανε διπλὸ καὶ ξαναπερπάτησε ὁ Δηµήτριος κι ἐπέστρεψαν στὴν πίστη ποὺ τόσο βίαια εἶχαν ἀπαρνηθεῖ κι αὐτὸς κι ὅλη ἡ οἰκογένεια…Πηγή: «Παραμύθια γιὰ τὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία», Φωτεινὴ Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 50-56
Συντάκτης
Λιγότερο από 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά
Το πρωτότυπο άρθρο ανήκει στο Orthodoxy Rodos .

