«Ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε.» Με τα λόγια αυτά απευθύνεται ο Κύριος, στο ευαγγελικό απόσπασμα της ΙΔ’ Κυριακής Λουκά (Λουκ. ιη’ 35-43), στον τυφλό της Ιεριχούς.
«Αναβαίνοντας προς τα Ιεροσόλυμα», για να υποστή το εκούσιο πάθος Του και πλησιάζοντας στην Ιεριχώ, ο Κύριος συνάντησε «παρά την οδόν» έναν τυφλό, που «προσαιτούσε», ζητιάνευε. Θλιβερό το θέαμα του ταλαίπωρου αυτού και κακόμοιρου ανθρώπου, θαυμαστή, ωστόσο, η συνέχεια. Ακούει ο τυφλός «όχλου διαπορευομένου» και ρωτάει, όπως είναι φυσικό, τι συμβαίνει («τι είη τούτο»). Και όταν του ανακοινώνουν ότι από κεί διαβαίνει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, εβόησε λέγων: «Ιησού, Υιέ Δαυείδ, ελέησόν με.» (ο. π. 39)
Οι Πατέρες, στην ερμηνεία των, στέκονται ιδιαιτέρως στο «εβόησεν» του τυφλού, το οποίο στην συνέχεια γίνεται «έκραζεν», όταν οι άλλοι τον επιτιμούν, για να σιωπήση. Εκείνος ο ταλαίπωρος όχι μόνον δεν εσιώπησε αλλά «εβόησε» δυνατώτερα, «έκραζε» για την ακρίβεια, επαναλαμβάνοντας την έκκλησή του: «Υιέ Δαυείδ, ελέησόν με.» Η κραυγή ελέους του τυφλού «αναγκάζει» τον Κύριο να ασχοληθή μαζί Του: «σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν», και τον ρώτησε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» για να ακούση από το στομα του τυφλού αυτό που λαχταρούσε: «Κύριε, ίνα αναβλέψω».
Λέει χαρακτηριστικά, στο σημείο αυτό, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (PG123, σ. 1017-1020): «ουχ ως αγνοών, αλλ’ όπως μη δόξη τοις παρούσιν (…) ότι εκείνος μεν αιτεί χρήματα, αυτός δε οία φιλενδείκτης, τυφλότητα εξιάται.» (όχι πως δεν ήξερε ο Κύριος, αλλά για να μην νομίζουν οι παρόντες ότι εκείνος ζητάει χρήματα και ο Χριστός, επειδή τάχα θέλει να κάνη επίδειξη, τον θεραπεύει).
Στην πραγματικότητα, ο τυφλός ξέρει τι ζητάει από τον Κύριο: την θεραπεία του, την οποία μόνον εκείνος, ως Θεός, μπορεί να του δώση. Γι’ αυτό τον αποκαλεί «Υιό Δαυείδ», γιατί, ως Ιουδαίος, γνωρίζει ότι ο Χριστός, «ο Μεσσίας», η σωτηρία θα προέλθη από την γενιά του Δαυείδ. Άρα, το «ελέησόν με», που συμπληρώνεται από το «ίνα αναβλέψω», έχει διπλή θεραπευτική σημασία: να ξαναδώ, να ξαναβρώ το φως των οφθαλμών μου, και να κοιτάξω ψηλά, στον Δημιουργό μου﮲ να βρω θεραπεία σωματική και ψυχική.
Η απάντηση του Κυρίου στο αίτημα του τυφλού είναι: «ανάβλεψον﮲ η πίστις σου σέσωκέ σε». Η πίστη σου, λέει ο Κύριος, σου «χάρισε» την θεραπεία σου, όχι εγώ! Δεν έχει ανάγκη ο Κύριος ούτε από επίδειξη ούτε από χειροκρότημα. «και παραχρήμα ανέβλεψεν.» Ο λόγος Του έγινε αμέσως («παραχρήμα») πράξη, έγινε φως στα μάτια του τυφλού, και «ανέβλεψε», βρήκε το φως που επιζητούσε, το φως το αληθινό, και πλέον τον ακολούθησε «δοξάζων τον Θεόν».
Έχει δίκιο ο Κύριος που λέει, στην περικοπή του εκ γενετής τυφλού: «εις κρίμα(=για να αποδώσω δικαία κρίση) εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέψωσιν, και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται.» (Ιωάν., θ’ 39). Πράγματι, όσοι βλέπουν, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι της εποχής του Χριστού και πολλοί παρόμοιοί των σήμερα, έχοντας εμπιστοσύνη στα «φώτα» των, στις γνώσεις των, τελικά «τυφλώνονται» από την αλαζονεία των και «χάνουν το φως» των﮲ δεν βρίσκουν το φως το αληθινό, διότι δεν το αναζητούν. Όσοι, όμως, δεν βλέπουν, αλλά αναζητούν, όπως οι τυφλοί του Ευαγγελίου, το φως, το βρίσκουν, ήμάλλον Εκείνο τους βρίσκει, τους συναντάει και τους χαρίζεται απλόχερα, όπως στην περίπτωση των τυφλών του Ευαγγελίου.
Μήπως και στις μέρες μας δεν υπάρχουν «βλέποντες» και «μη βλέποντες»; Οι πρώτοι, επειδή βλέπουν οι ίδιοι -έτσι νομίζουν-, δεν αναζητούν «το φως το αληθινό», και εμποδίζουν και άλλους να το πλησιάσουν. Μοιάζουν με τους τύπους εκείνους του Ευαγγελίου που εμποδίζουν τους «μη βλέποντες» -τον τυφλό της Ιεριχούς-, να τον πλησιάσουν και τους επιτιμούν κιόλας για την κραυγή του ελέους των, σαν να τους λένε: «Τι θέλεις κι εσύ, τώρα, τυφλέ; Κάτσε εκεί στην γωνιά σου, να ζητιανεύης. Δεν μπορούν να έχουν όλοι το φως των. Όσοι «γεννήθηκαν» τυφλοί, να αποδεχθούν το πάθος των και να παραμείνουν εσαεί τυφλοί, ζητώντας μονίμως το έλεος των υγιών, των βλεπόντων.»
Πολλοί τέτοιοι άνθρωποι –και «χριστιανοί»- υπάρχουν γύρω μας. Αρέσκονται στο να υπάρχουν «τυφλοί» και να τους ελεούν, τρέφοντας την κενοδοξία των, και συγχρόνως βολεύονται με την άδικη «δικαιοσύνη» των, ότι έτσι θέλει ο Θεός, άλλοι να είναι «βλέποντες» -«υγιείς», και άλλοι «τυφλοί»-«άρρωστοι», και αυτό δεν μπορεί ν’ αλλάξη!
Έλα, όμως, που η δικαιοσύνη του Θεού είναι εντελώς διαφορετική! Αυτοί που αναζητούν την υγειά των, το φως των, μπορεί να γίνουν καλά, με την πίστη των, όπως ο τυφλός της Ιεριχούς, ενώ οι άλλοι, όσοι νομίζουν ότι ο Χριστός είναι μόνον για τους «υγιείς», για τους «πιστούς», είναι ήβρίσκονται, τελικά, εκτός Εκκλησίας! Ο Κύριος το είπε ξεκάθαρα: Οι πόρνες και οι τελώνες -οι πλέον αμαρτωλοί-, που όμως μετανοούν και πιστεύουν, θα μας «προάγουν» στην Βασιλεία των ουρανών, ενώ οι θεωρούντες τους εαυτούς των εντός της Βασιλείας θα βρεθούν τελικά εκτός, με την απιστία και την αλαζονεία των (Ματθ. κα’, 31-32).
Τι να κάνωμε, λοιπόν, για να σωθούμε; Πολύ απλά, να εκζητήσωμε το έλεος του Κυρίου, να βοήσωμε, να κράξωμε, με όλη την δύναμη της ψυχής μας, όπως ο τυφλός της Ιεριχούς: «Κύριε, ελέησόν με». Είναι σίγουρο ότι ο Κύριος θα σταθή και θα μας ελεήση, όπως έκανε και στο τυφλό, αναγνωρίζοντας την πίστη του και θεραπεύοντάς τον δι’ αυτής: «η πίστις σου σέσωκέ σε.» Έχουμε Κύριο φιλεύσπλαγχνο και μεγαλόκαρδο, αληθινό άρχοντα, που δεν τσιγκουνεύεται να χαρίζη πλουσιοπάροχα το έλεός Του, σε όσουν το ζητούν και όχι μόνον!
Ας μην πτοούμαστε, στην ζήτηση του ελέους Του, από τους διαφόρους «καλοπροαιρέτους» που δεν θέλουν να «ενοχλήσουμε» τον Κύριο. Αυτοί με την μικροψυχία και την κακόνοιά των δεν χαίρονται για την δική μας προσέγγιση προς τον Κύριο, ούτε θα χαρούν τελικά για την θεραπεία μας. Εμείς, όμως, ας διδαχθούμε από το παράδειγμα του τυφλού, που επέμεινε, που φώναξε, που διεκδίκησε την θεραπεία του, διότι ήξερε ότι αυτήν μόνον ο Σωτήρας Κύριος μπορούσε να του την δώση και κανένας άλλος.
Ας «κραυγάσωμε», λοιπόν, και μείς, για να κερδίσωμε την θεραπεία μας, να βρούμε το φως μας, να αποκτήσωμε την σωτηρία μας κοντά στον μόνο αληθινό Σωτήρα, στον Οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος, τώρα και πάντοτε. Αμήν! Γένοιτο!

