Στὸν κόσμο τοῦ «Θρησκευτικοῦ» στὴν Κυθρέα Ὅλα αὐτὰ μὲ πᾶνε στὴν Κυθρέα, στὰ Κατηχητικά, στὸν «Θρησκευτικό», ἐκεῖ στὸ παλιὸ σπίτι στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας, ὅπως καὶ στὴν πλατεῖα ὕστερα Σεραγίου. Ἔτσι σ’ ἄλλους καιροὺς ἐπιστρέφω, στὴ δεκαετία τοῦ ’60, μὲ τὸν κόσμο τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἀθωότητος καὶ τὸν Χριστό, μὲ ὅσα ζήσαμε τότε. Ὁ Χριστὸς παντοῦ κι ἡ καλοσύνη κι ἡ ἀγάπη Του. Μὲ αὐτὰ τὰ ποιήματα καὶ τὰ ἄσματα τῆς τρυφερότητος καὶ τῆς ἁπαλότητος καὶ τῆς ἐλπίδος καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ὁράματος μεγαλώσαμε τότε. Κάποιοι μπορεῖ νὰ τὰ ἀναθεματίζουν ὅλα αὐτὰ τώρα. Ἴσως καὶ δικαίως, καθὼς τὰ συνδέουμε μὲ τὰ κενὰ συνθήματα καὶ τὴν καπηλεία, ποὺ τὰ συνόδευε. Ἄλλοι καιροί, τώρα, καιροὶ ἀμφισβήτησης. Ὅμως τότε ὅλα αὐτὰ μᾶς κράτησαν καὶ μᾶς διέσωσαν, δίνοντας χρῶμα στὴν πενία μας καὶ στὴν μοναξιά μας. Αὐτὰ γέμιζαν τὰ παιδικά μας χρόνια, τὸν ἄδειο χρόνο μας τῆς Κυριακῆς, περιμένοντας τὸ μεσημεριανὸ τραπέζι στὸ σπίτι μας. Δὲν ἦταν τότε ὅλα εἰδυλλιακά. Γιατὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ ἦταν κι ἡ σκιὰ ἑνὸς δυτικότροπου εὐσεβισμοῦ. Ἦταν καὶ ἄλλα. Πονεμένα. Καὶ σκληρά. Τὰ περιέγραψε ἐπωδύνως ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς στὸ «Καταφύγιο ἰδεῶν». Καὶ ὣς ἕνα βαθμὸ ὁ Γιῶργος Ἰωάννου στὸ πολυσέλιδο «Ὁ Χριστὸς ἀρχηγός μας…», ποὺ ἀναφέραμε. Ὅμως ἐγὼ θέλω νὰ κρατήσω ἐκεῖνα τῆς παιδικότητός μας. Τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς χαρᾶς μας. Τί ἄλλο εἴχαμε ἄλλωστε, ποὺ νὰ μᾶς δίνει χαρά; Ὕστερα ἦταν ποὺ γνωρίσαμε τὸν λόγο τῶν Γερόντων. Τὸν ἅγιο Πορφύριο, τὸν ἅγιο Παΐσιο, τὸν ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη. Κι ἀργότερα τὸν Γέροντα Ἀνανία Κουστένη. Ἔτσι γνωρίσαμε τὴν κρυμμένη Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἀγάπη της, τὴν τρυφερότητα, τὴν ἁπαλότητά της, ποὺ μᾶς δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά της. Ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὀργανωσιακὰ τοῦ εὐσεβισμοῦ τὰ ἀφήσαμε πίσω μας. Μένω ἐδῶ. Κι ἂς εἶναι ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἕνα μνημόσυνο μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἔφυγε, ποὺ χάθηκε ἀνεπιστρεπτί, ποὺ μᾶς διέσωσε καὶ μᾶς κράτησε, ὅμως, ὁριστικὰ θὰ ἔλεγα, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ. 4-7 Ὀκτωβρίου 2025 Πηγή: pemptousia.gr
ὣς νὰ φτάσει κι ἡ στερνὴ
στιγμή, νὰ ξεψυχήσω.καὶ μάνα καὶ πατέρας,
ὅσο νὰ χτυπήσ’ ἡ ἀργὴ
καμπάνα τῆς ἑσπέρας.μὲ τὸν ἀπόκοσμο ἦχο,
ποὺ γκρεμίζει τῶν φθαρτῶν
καὶ πρόσκαιρων τὸν τοῖχο.λαχτάρησα νὰ ζήσω,
τὴν ἀγάπη του, θερμή,
στὰ στήθια μου νὰ κλείσω.κι ἀνοίγουν καὶ πλαταίνουν,
κι ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαποῦν
τόσο καὶ δὲ χορταίνουν.στὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο,
πρόσχαρη ἡ ψυχή μου ἀνθεῖ
στῆς χάρης τὸ βασίλειο.μοσκοβολᾶ απ’ τὰ μύρα,
καὶ χορεύει σὰν πουλὶ
γιὰ τὴ χρυσή της μοίρα.» κλπ.«Ὅταν ἀγαπήσεις τὸ Χριστό, κάνεις κόπο, ἀλλὰ εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλὰ μὲ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτὰ εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας καὶ λαχτάρα καὶ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιὰ νὰ ζεῖς τὸν Χριστό. Ἂλλ’ αὐτὸς ὁ κόπος δὲ γίνεται ἀναγκαστικά, δὲν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγαρία, δημιουργεῖ μεγάλο κακὸ καὶ στὸ εἶναι σου καὶ στὴν ἐργασία σου. Τὸ σφίξιμο, τὸ σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιὰ τὸ Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινὸς εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυση. Αὐτὸ ἔνιωθε καὶ ὁ Δαβίδ: “Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχὴ μοῦ εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου”. Ποθεῖ μὲ λαχτάρα καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τοῦ Δαβὶδ ταιριάζει μὲ τὸ στίχο τοῦ Βερίτη ποὺ μ’ ἀρέσει:
“Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ
λαχτάρησα νὰ ζήσω,
ὣς νὰ φθάσει κι ἡ στερνὴ
στιγμὴ νὰ ξεψυχήσω”.»«Μνήμη δικαίου ἡ μνήμη τοῦ ποιητῆ
ποὺ βίωσε τὴν ποίηση ὣς τὴν παραφροσύνη
καὶ δίχως φρόνηση -τὴν κατὰ κόσμον- περιφρόνησε
τὶς ματαιότητες τοῦ κόσμου τῶν φρονίμων.»
(«Ποιητής»)τὸ κῦμα τὴν ἀκρογιαλιὰ γλυκοφιλοῦσε
καὶ τὸ φεγγάρι στὸ γιαλὸ μ’ ἀκολουθοῦσε
σὰν φωτεινὴ μακρόσυρτη σκιά.»
(«Θαλασσινό»)
νὰ ποῦμε μήνυμα ποὺ δίνει τὴ χαρά.
Μᾶς περιμένει μὲ λαχτάρα ὅλη ἡ γῆ
κι ἐμεῖς κινήσαμε πρωὶ μὲ τὴν αὐγή.οὔτε ἡ μπόρα, οὔτε τὸ χαλάζι.
Ἔχουμε μαζί μας τὸ Χριστό,
σύντροφο χαρᾶς, πατέρα κι ἀδερφό.γιατὶ ξεκίνησε ἀπ’ τὴ χώρα τοῦ κακοῦ.
Ἡ γῆ γονάτισε καὶ δὲν ἀντέχει πιά,
τὸ κῦμα θέριεψε καὶ σπάσαν τὰ κουπιά.θὰ σκορπίσουμε μέσα στὴ δίνη.
Μέσα στὸ σκοτάδι ὅλης τῆς γῆς
μήνυμα θὰ φέρουμε μιᾶς θείας χρυσαυγῆς.
τὰ βαριά της τὰ σίδερα σπᾶ
Καὶ σὰν πρῶτα χτυπιέται – χτυπᾶ
καὶ γοργὴ κατεβαίνει.ὅλη νιᾶτα πετᾶ καὶ ζωή,
Καὶ σὲ τόση φωτιὰ καὶ βοή,
τρέμουν δάση καὶ ὄρη.Χτύπα, κόρη γλυκιὰ τοῦ γιαλοῦ.
Ἐδῶ, ἄντρες παλεύουν. Ἀλλοῦ,
ζοῦν γυναῖκες ἢ δοῦλοι.ἀπὸ κεῖ στὴ φωτιά, οἱ Σφακιανοί.
Νὰ βουίζει παντοῦ μιὰ φωνή:
Στὶς σπαθιές σας τὶς πρῶτες!»«Ἡ Κύπρος μας ποὺ στέναζε
τόσους αἰῶνες σκλάβα
καὶ μάτωναν τὰ χέρια της
τόσα δεσμὰ βαρυά
ἀπ’ τὴν ψυχή της ἔχυσε
τὴν ἄσβεστη τὴ λάβα
κι’ ἄνοιξε δρόμο φωτεινό, νὰ βρεῖ τὴ λευτεριά
Νὰ βρεῖ τὴ λευτεριὰ (τρίς)ἡ λάβα της ἁπλώνει
σκλαβιᾶς νὰ λιώσουν σίδερα
καὶ νὰ ξεσκλαβωθεῖ
καὶ στοὺς ἀνέμους ποὺ φυσοῦν
ἡ φλόγα τους φουντώνει
καὶ φλέγεται στῆς μάνας της
τοὺς κόρφους νὰ ριχτεῖ (τρίς)τὴν Κύπρο μας τσιγκάνα
καὶ τὴν πλαστογραφούσανε
χωρὶς καμμια ντροπή,
νὰ δοῦν κι’ αὐτοὶ πὼς φλέγεται
γιὰ τὴ γλυκιά της μάνα
κι’ ἡ γλῶσσα τους νὰ ρουφηχτεῖ
πρὶν σύρριζα κοπεῖ.» (τρίς)μὲ καρδιὰ γεμάτη φῶς
κι ὁ Χριστὸς
θὰ μᾶς εἶναι ἀρχηγός.τὶς ἀξίνες μας
θεμελιώνουμε γερὰ
καὶ θὰ κτίσουμε
μὲ τὴ φλόγα μας
ἕναν πύργο μὲ χαρά.» κλπ.
Λιγότερο από 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά
Το πρωτότυπο άρθρο ανήκει στο Ορθοδοξία News Agency .


