(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=410134)
Η ζωή του ξενιτεμένοι στην ξενιτιά είναι πράγματι δύσκολη και σκληρή σε μια ξένη χώρα, που δεν ξέρει τους ανθρώπους, δεν ξέρει την γλώσσα τους, δεν ξέρει τον τρόπο της ζωής τους, με δυσβάστακτους όρους διαβίωσης και με τον καημό της πατρίδας,. Ακόμη κι αν ξεπεράσει αυτά τα εμπόδια και γίνει πλούσιος δεν μπορεί να ησυχάσει στην ξενιτιά και θέλει να γυρίσει. Υπάρχουν αναρίθμητα τραγούδια, δημοτικά και λαϊκά που περιγράφουν αυτά τα βάσανα των ξενιτεμένων στην ξένη χώρα. Ας δούμε μερικά:
- Η ξενιτιά πιο βαριά από όλα τα άλλα
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει μαύρα,
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς την λάβρα.
- Η ξενιτιά είναι βάσανο
Ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει,
σαν το βασιλικό π’ ανθεί, στ’ αλήθεια δε μυρίζει.
Έλα μπρόβαλε κι ο νους μου σένα έβαλε.
Η ξενιτιά είναι βάσανο, η ξενιτιά είναι λαύρα,
η ξενιτιά μου τα ‘κανε τα σωθικά μου μαύρα.
Έλα να σε δω, καλέ, να παρηγορηθώ.
Όσο μακριά κι αν βρίσκεσαι, ο νους μου είναι σιμά σου
μια ώρα από τα χείλη μου δε φεύγει τ’ όνομά σου.
Έλα, ταίρι μου, καλέ, και πιάσ’ το χέρι μου.
- Ο πόνος της μάνας του ξενιτεμένου
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται και ‘γω ‘χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, εφτού στα ξένα που ‘σαι;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
να στείλω και τα δάκρυά μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι,
Τα δάκρυά μου είναι καυτερά και καίνε το μαντίλι,
4.Το μετάνιωμα της μάνας για την ξενιτιά του παιδιού της
Το τζιβαέρι
Aχ, η ξενιτιά το χαίρεται το μοσχολούλουδό μου
Aχ, εγώ ήμουνα που το ’στειλα, με θέλημα δικό μου
Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, εσύ και το καλό σου
Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, και το ‘κανες δικό σου
Λαϊκά τραγούδια της ξενιτιάς
- Καταραμένη ξενιτιά (λαϊκό, Πόλυ Πάνου, Βασίλης Τσιτσάνης)
Καταραμένη ξενιτιά, που τυραννάς τ’ αγόρια,
από αγάπες μακριά κι από μανούλες χώρια.
Καταραμένη ξενιτιά, καταραμένο χώμα,
και το ψωμί και το νερό φαρμάκι είναι στο στόμα.
Και την ευχή της μάνας σου στα ξένα θα τη χάσεις,
μάνα καμιά δεν την πουλά, να στείλεις ν’ αγοράσεις.
Καταραμένη ξενιτιά, καταραμένο χώμα,
και το ψωμί και το νερό φαρμάκι είναι στο στόμα.
Κάθε Χριστού, κάθε Λαμπρή μας καίγεται η καρδιά μας,
μακριά απ’ τις γυναίκες μας, μακριά απ’ τα παιδιά μας.
2. Κλέφτρα ξενιτιά (λαϊκό, Στέλιος Καζαντζίδης)
Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό,
το νερό της θολό, και το στρώμα σκληρό.
Τα λεφτά που αποκτάς τα βλασφημάς,
υποφέρεις, πονάς, την πατρίδα ζητάς.
Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις,
μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις,
πάντα μ’ απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά.
Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μη κλάψει
κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να ‘ρθουν ξανά.
Το ψωμί της ξενιτιάς είναι ξερό,
και με δάκρυ πικρό, το ‘χω βρέξει κι εγώ.
Πιο καλά στο φτωχικό ψωμί κι ελιά,
παρά χίλια καλά στη σκληρή ξενιτιά.
Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις,
μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις,
πάντα μ’ απονιά χωρίζεις μάνες και παιδιά.
Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μη κλάψει
κι όλα τα παιδιά στα σπίτια τους να ‘ρθούν ξανά.
- Μετανάστες ( Μαρκόπουλου, Βίκυ Μοσχολιού, Λ. Χαλκιά)
Σε ξένη χώρα μια βραδιά ευρέθηκα στα ξαφνικά,
με μια φτερούγα στην καρδιά και με πασπόρτ εργάτη.
Δεν ξέρω πώς να περπατώ και πώς τη γλώσσα να μιλώ,
κρατιέμαι να μην τρελαθώ, μα τρέμω και κομμάτι.
Ρίχνει και χιόνι δυνατό, μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό·
στη χώρα μου το μήνα αυτό γυρνάμε με σακάκι.
Αλλιώς μου τα ‘παν στο χωριό, εγώ δεν ήθελα να ’ρθω·
μου είπαν θα ‘βρω το χρυσό και βρήκα το φαρμάκι.
Το δρόμο παίρνω τον μακρύ, η νύχτα είναι φοβερή
και η βαλίτσα μου ανοιχτή, την κουβαλώ στην πλάτη.
Ανοίγει η πόρτα του μπιστρό, πετάνε έξω έναν ξανθό,
σκύβω στο φως για να τον δω, και βλέπω τον Σταμάτη.
Με πήρε σπίτι ώρα δυο και μου ’βρασε βαρύ γλυκό·
μα εγώ ξεσπάω σε λυγμό και μου ‘δωσε ουζάκι.
Την άλλη μέρα στις οχτώ πήγα να δω τ’ αφεντικό·
μα δεν μου άνοιξε να μπω κι είδα τον επιστάτη.
Κι από τις πέντε το πρωί με βάλανε μες στο κελί·
Δευτέρα με Παρασκευή δίπλα σ’ ένα παιδάκι.
Δουλεύω τώρα χρόνια δυο, ξέχασα τον μικρό μου γιο·
και τη φτερούγα μου μαδώ σε τούτη δω την άκρη.
4. Το Ανεστάκι ( Λευτέρης Παπαδόπουλος, Χάρις Αλεξίου)
Δε θέλω εγώ παινέματα, παρηγοριές και ψέματα,
δε θέλω εγώ παινέματα να γιατροπορευτώ.
Θέλω τον γιο μου, το Ανεστάκι, που ‘ναι στη ξενιτιά.
Αχ το μικρό μου καπετανάκι, που δε μου γράφει πια!
Χαρείτε τα καράβια σας, τα πλούτη μες στα αμπάρια σας.
Χαρείτε τα καράβια σας, δε θα τα λιμπιστώ.
5. Φεγάρι μάγια μού ‘κανες ( Μ. Θεοδωράκης, Γρ. Μπιθικώτσης)
Φεγγάρι, μάγια μού ‘κανες και περπατώ στα ξένα,
είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα.
Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή.
Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί, ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά,
δίπλα στο μπαλκονάκι.
Στείλ’, ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή,
να πάει στη μάνα υπομονή δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη.
Γεωργίου Δροσίνη, Η Πατρίδα μας
«Ξένε που μόνος κι έρημος σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου και ποια πατρίδα έχεις;»
«Τη μακρινή πατρίδα μου πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής περνούν ευλογημένα.
Εκεί κι ο θάνατος γλυκός, κι αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό, καντήλι και λιβάνι.
Στ’ αγαπημένο μου χωριό χαρές πάντα και γέλια,
στ’ αλώνια τραγουδιών φωνές ξεφάντωμα στ’ αμπέλια.
Κι όταν χορεύει η λεβεντιά στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο και κελαηδεί η φλογέρα.
Στη μακρινή Πατρίδα έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί, το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς, σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξηγοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες και κλαίει η κουκουβάγια.
η ασημένια θάλασσαμ᾿ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ’ άστρα του τη χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή πατρίδα μου, πριν η σκλαβιά πλακώσει,
τη δόξαζ’ η παλληκαριά, τη φώτιζεν η γνώση.
και τώρ’ από τη μαύρη γη, η γη τη ματωμένη,
πρόβαλε πάλ’ η Ελευθεριά σαν πρώτα αντρειωμένη».
«Φτάνει! τη χώρα που μου λες, τη γνώρισα, την είδα,
τη μακρινή πατρίδα σου έχω κι εγώ πατρίδα».
(Συνεχίζεται)


