Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
Παρανοήσεις ή παρερμηνείες Ι. Κανόνων
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, Β’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, Γ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, Δ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, E’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ, ΣΤ’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Αφορμή για τα παρακάτω στοιχεία υπήρξε μιά δημοσίευση άρθρου του αρχιμ. π. Χρυσοστόμου Σαββάτου και νυν Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας, (Περ. “Εκκλησία”, τευχ. 3, Μάρτιος 2006, σελ. 205-208) ο οποίος επικαλείται σωρεία Ι. Κανόνων σχετικά με το θέμα της διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου στην περίπτωση της κατεγνωσμένης αιρέσεως, δηλαδή στην περίπτωση που ο επίσκοπος κηρύττει δημοσίως και “γυμνή τη κεφαλή” τα αιρετικά διδάγματα.
Ο Σεβασμιώτατος, προς τον οποίον σαφώς δεν ασκώ κριτική αλλά απλώς καταθέτω εν πνεύματι ταπεινώσεως αλλά και αληθείας τον προβληματισμό μου, επισημαίνει πως : “Η κατεγνωσμένη αίρεση δεν συνεπάγεται και αυτόματη διακοπή του μνημοσύνου του συγκεκριμένου επισκόπου,” πριν ή συνοδικώς ζητηθή η κατά του επισκόπου φερομένη αιτία και ταχεία προσενεχθή ψήφος κατακρίνουσα αυτόν” (PG 137, 1065 A), γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος σχολιαστής στην ερμηνεία του στον 13ο κανόνα της ίδιας Συνόδου (πρωτοδευτέρας), “ουκ οφείλει τις εξ αυτού (ενν. του Επισκόπου) προ καταδίκης αποσχισθήναι” (PG 137, 1069 A), μάλιστα δε η ” προ της εντελούς απιφάσεως ως τάχα κατεγνωκότα τιυ επισκόπου αυτού”, επιφέρει γιά μεν τον κληρικό την έκπτωση, γιά δε τον λαϊκό τον αφορισμό… “.
Τό ίδιο νόμισμα, όμως, έχει και 2η πλευρά.
Ναι μεν “δεν οφείλει τις του επισκόπου προ καταδίκης αποσχισθήναι”, ωστόσο έχει τη δυνατότητα της διακοπής του μνημοσύνου και φυσικά της αποτειχίσεως και προ της καταδίκης του Επισκόπου όταν αυτός διδάσκει τις δοξασίες των αιρετικών, σύμφωνα με τον 15ο κανόνα της πρωτοδευτέρας Συνόδου. Τότε όχι μόνο δεν υπόκειται κάποιος τις κυρώσεις που ισχύουν σε κάθε άλλη περίπτωση, αλλά και “της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσεται”!
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ουδέποτε τις τελευταίες δεκαετίες κατηγορήθηκε επίσκοπος γιά κατεγνωσμένη αίρεση αν και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ξεπέρασαν τα όρια λόγω, κυρίως, μιάς άκριτης και μάλλον σκόπιμης, άρα και κατ’ επίγνωσιν παρεξηγημένης αγαπολογίας των διαλόγων.
Επειδή το θέμα αυτό είναι ευαίσθητο, θα παραθέσω κάποια σημεία που κατά την πεποίθησή μου συνιστούν υπέρβαση των ορίων της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
1) Η απόδοση στον αιρεσιάρχη Πάπα αποστολικής διαδοχής.
2) Οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς. Ο 33ος κανών της Λαοδικείας απαγορεύει το “συνεύχεσθαι” των λαϊκών μετά των αιρετικών ή σχισματικών ενώ ο 45ος των αγίων Αποστόλων απαγορεύει και την απλή προσευχή την οποία διαχωρίζει από τη συλλειτουργία και προβλέπει την καθαίρεση των κληρικών που δέχονται τους αιρετικούς ως κληρικούς. Η αναγνώριση άλλωστε αποστολικής διαδοχής στον Πάπα και η προσφώνησή του ως επισκόπου Ρώμης δεν του αναγνωρίζει αρχιερωσύνη και στους υπ’ αυτόν κληρικούς ιερωσύνη;
Ο 9ος δε του αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας απαγορεύει την παρουσία έστω και μετανοούντων αιρετικών κατά τη διάρκεια της Θ. Ευχαριστίας.
3) Τα περί κοινού Θεού των 3 μονοθεϊστικών θρησκειών.
4) Η θεωρία “των κλάδων”.
5) Η δήθεν ανάγκη επαναπροσδιορισμού του εκκλησιολογικού μας δόγματος.
6) Η δήθεν “ορθοδοξία” των αιρεσιαρχών Σεβήρου και Διοσκόρου και ο “νεστοριανισμός” του αββά Ισαάκ του Σύρου.
7) Οι ενδοτριαδικές σχέσεις ως θεολογούμενο θέμα.
8) Η αδύναμη κατά της γυναικείας ιερωσύνης επιχειρηματολογία των Ορθοδόξων.
9) Η “μυστική” Εκκλησία και το “μυστικό” σώμα του Χριστού που θα φανερωθεί στα έσχατα.
10) Το κίνημα του θνητοψυχισμού (βλ. Φυλλάδιο “Φωνή Κυρίου”, 8ης Απριλίου 2007!)
11) Η αποδοχή της παναιρετικής “Οικουμενικής Χάρτας”.
12) Η θέση ότι οι παλαιές διαιρέσεις δημιουργήθηκαν από τους Πατέρες της Εκκλησίας, ειπωμένη από κορυφαίο ορθόδοξο επίσκοπο.
13) Ο χαρακτηρισμός των χριστιανικών αιρέσεων αντί “ομολογιών” όπως υποστήριζε προ Κολυμπαρίου η Εκκλησία της Ελλάδος ως “Εκκλησιών”!!!
14) Η πλανεμένη θεωρία της “ευχαριστιακής εκκλησιολογίας”.
15) Η θεώρηση του δαιμονικού οικουμενισμού και της πολυμορφίας των αιρέσεων ως “ευλογία” και “δώρο του Αγίου Πνεύματος”.
16) Το επαίσχυντο και απαράδεκτο γιά την Ορθόδοξη Εκκλησία κείμενο της Ραβέννας στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως “με τους όρους” Εκκλησία”, “η ανά τον κόσμο Εκκλησία”, ” η αδιαίρετος Εκκλησία” και “το σώμα του Χριστού” δεν υπονομεύεται από τη Μικτή Θεολογική Επιτροπή η πεποίθηση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκει εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησία… “!!!
Δηλαδή, η Μία…. Εκκλησία δεν ταυτίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά η τελευταία είναι μέρος της. Της ποιάς;
Πολλά άλλα, δυστυχώς, μπορούμε να επικαλεστούμε αλλά όσα αναφέραμε νομίζω επαρκούν για να επιβεβαιώσουν τον παραπάνω προβληματισμό σχετικά με το τι τελικά είναι αίρεση και πως εφαρμόζονται οι κανόνες περί κατεγνωσμένης αιρέσεως στην περίπτωση των Ποιμένων.
Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, πολλές – φοβάμαι- κατ’ επίγνωσιν παρανοήσεις συμβαίνουν στο θέμα των συμπροσευχών. Μάλιστα, στους οικουμενιστικούς κύκλους αλλοδαπής και ημεδαπής έχει αναπτυχθεί ολόκληρη παραθεολογία γύρω απ’ το θέμα.
Ο μακαριστός Κ. Μουρατίδης εξηγούσε πριν χρόνια, με δημοσίευμά του στο περιοδικό “Κοινωνία”, ότι ο Πάπας Βοϊτίλας είχε εκφράσει την παράλογη απαίτηση να καταργηθούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι Ι. Κανόνες “οι οποίοι δεν εναρμονίζονται προς το κλίμα του διαβόητου διαλόγου της Αγάπης…όπως π.χ. τους απαγορεύοντας την συμπροσευχήν… Η κοινωνία εν τη προσευχή θα οδηγήσει ημάς εις την πλήρη ενότητα εν τη θεία Ευχαριστία”!!!
Το κακό, όμως, είναι ότι στην πράξη με τις δηλώσεις “εσωτερικής κατανάλωσης” άλλη εντύπωση δημιουργούν στους ορθοδόξους και άλλα λένε και πράττουν στις επικοινωνίες τους με τους ετεροδόξους αιρετικούς.
Κλασσικό παράδειγμα η απάντηση του τότε αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου Οικονόμου (Εφημ. “Η Αλήθεια”, Φεβρουάριος 2002, σελ. 10) σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με τη μη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πανθρησκειακή, συγκριτιστική συνάντηση της Ασσίζης το 2001.
Ο π. Επιφάνιος εξήγησε πως “οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες και άλλοι θα προσευχηθούν υπό τον Πάπα. Αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος σας τις συνέπειες που θα είχε η παρουσία εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος σε μιά τέτοια συμπροσευχή; Πέραν του ότι τέτοιες εκδηλώσεις απαγορεύονται ρητά και κατηγορηματικά από τους ιερούς Κανόνες, τους οποίους σεβόμαστε, και βάσει των οποίων πορευόμαστε, τη σημασία των οποίων ο αρθρογράφος σας δεν αντιλαμβάνεται, γιατί δεν έχει τις θεολογικές προϋποθέσεις, ο εσωτερικός αντίκτυπος και οι πληγές στο Σώμα της Εκκλησίας θα ήταν πολύ μεγάλες”!!!
Αν σκοπός του π. Επιφανίου ήταν να μπερδέψει τον κόσμο, το πέτυχε! Εμένα, επί παραδείγματι, μου δημιουργήθηκαν πολλές απορίες.
1) Το πρόβλημα, δηλαδή, είναι να μην συμπροσευχηθούν “υπό” τον Πάπα αλλά “με” τον Πάπα;
2) Δηλώνουν ότι σέβονται τους Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή. Κι όμως, και σ αυτό κάνουν τα “μαγικά” τους αφού διαχωρίζουν την συμπροσευχή σε “απλή” που δήθεν επιτρέπεται και η “ευχαριστιακή-λειτουργική” που απαγορεύεται.
3) Πως στην περίπτωση της συμμετοχής μας στην Ασσίζη θα προκαλούσαμε πολύ μεγάλες πληγές στο Σώμα της Εκκλησίας, ενώ με τις συμπροσευχές με τον Πάπα σε Αθήνα και Ρώμη όχι μόνο δεν προκαλέσαμε πληγές αλλά και θεραπεύσαμε και τις ήδη υπάρχουσες;
Πάντως λίγους μήνες νωρίτερα ο Πάπας συμπροσευχόταν (κοινή απαγγελία του “Πάτερ ημών”) με τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην παπική νουντσιατούρα (2001). Τότε είχε σπεύσει ο δημοσιογράφος Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος (Εφημ. “Ταυτότητα”, 4/5/2001, σελ. 7) να προλάβει άλλους δημοσιογράφους με δήλωσή του ότι “δεν θα υπάρξει πουθενά συνάντηση με συμπροσευχή (σ.σ. αυτός είναι ο λόγος που ο Αρχιεπίσκοπος δεν παρίσταται και στο γεύμα το βράδυ της Παρασκευής),…”!
Άρα αναγνώριζαν ότι η πιθανότητα συμπροσευχής με κοινή απαγγελία του “Πάτερ ημών” ήταν απαγορευμένη από τους Ι. Κανόνες.
Το δυστύχημα ήταν ότι τους διέψευσε ο Καρδινάλιος Ναβάρο – Βαλς, διευθυντής τότε του γραφείου τύπου του Βατικανού! (www.katolsk.no/nyheter/2001/05/05-0031.htm “The Greek Prelate did pray with Pope”)
Ο βαθμός αμβλύνσεως των κριτηρίων των Ορθοδόξων που συμμετέχουν σε συνέδρια, διαλόγους και συμβούλια όπως το “πανάριον των αιρέσεων” ΠΣΕ, φαίνεται από πολλά ατυχή συμβάντα όπως αυτό το τραγελαφικό που συνέβη στην περίπτωση Φινλανδού ορθοδόξου ιερέως (Περ. “Παρακαταθήκη”, Μαρ. – Απρ. 2005, τευχ. 41, σελ. 13 (από συνέντευξη που πήρε ο π. Πέτρος Χιρς από τον Χάϊκι Χάτουνεν, εκπρόσωπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Φινλανδίας στο ΠΣΕ, Αθήναι 2005).
Ο π. Χάτουνεν σε ερώτηση του π. Π. Χιρς σχετικά με το αν ήταν αληθές ότι απήγγειλε κάποια ευχή σε πρωινή ακολουθία των Πεντηκοστιανών, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην Αθήνα, την άνοιξη του 2005, απάντησε : “Αυτό ήταν κάτι ξαφνικό. Ήταν να έρθει κάποιος άλλος, αλλά λόγω της απουσίας του…μου τέθηκε από την Επιτροπή μας, όχι από τους ιδίους τους Πεντηκοστιανούς, Έτσι αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να απαντήσω θετικά”!
Τα κάστρα, παππούλη μου, από μέσα πέφτουν ευκολώτερα!
Τη ζοφερή αυτή κατάσταση περιέγραφε με αγωνία γιά την Εκκλησία μας ο μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου Αγίου Όρους π. Γεώργιος Καψάνης. (Περιοδικό “Παρακαταθήκη”, τευχ. 40, Ιαν. – Φεβρ. 2005, σελ. 20-25).
Έγραφε : “Υπάρχουν κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι οι οποίοι φρονούν εσφαλμένως ότι οι Κανόνες αυτοί (περί συμπροσευχής) έχουν καιρικό χαρακτήρα και γι αυτό σήμερα δεν ισχύουν. Οι ιεροί αυτοί Κανόνες δεν είναι αθεολόγητα νομοτεχνικά κείμενα, αλλά εκφράζουν την Ορθόδοξο θεολογία και εκκλησιολογία… Εκτός τούτου οι συμπροσευχές και μάλιστα οι κοινές λατρευτικές συνάξεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων συντελούν στην περαιτέρω χαλάρωση της δογματικής ευαισθησίας του Ορθοδόξου πληρώματος, το οποίο καθίσταται έτσι ευάλωτο στο συγκρητισμό και στον προσηλυτισμό από τους ετεροδόξους… “.
Η κακή αρχή, όμως, έγινε πολύ πριν με την γενικευμένη τάση που υπήρχε στους πρώιμους οικουμενιστικούς κύκλους, γνήσιος εκπρόσωπος των οποίων υπήρξε ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Προς επίρρωσιν τούτου παραθέτω τα παρακάτω λόγια του αειμνήστου καθηγητού Κ. Μουρατίδη ο οποίος επέκρινε τις θέσεις του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου και ως τότε Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μ. Βρεττανίας κυρού Αθηναγόρα.
(Κ. Μουρατίδου, Οι Ιεροί Κανόνες “Στύλος και Εδραίωμα” της Ορθοδοξίας – Απάντησις εις τον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Θυατείρων και Μ. Βρεττανίας κ.κ. Αθηναγόραν, Αθήναι 1972, σελ. 6-11)
“Ο Θυατείρων χαρακτηρίζει τους Ιερούς Κανόνες “ανθρωπίνους επινοήσεις, εντάλματα ανθρώπων, σχήματα ανοησιών και μίσους”, όμως διαψεύδεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας που διατρανώνουν την πεποίθησή τους πως “ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν των εκτεθέντων υπό των σαλπίγγων του Πνεύματος Πανευφήμων Αποστόλων, των τε Αγίων έξ Οικουμενικών Συνόδων, και των τοπικώς συναθροισθεισών επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα και ους μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι και ημείς αναθεματίζομεν, ούς δε τη καθαιρέσει και ημείς καθαιρούμεν, ούς δε τω αφορισμώ και ημείς αφορίζομεν” (Ιερόν Πηδάλιον, Εκδ. “Αστέρος”, σελ. 322).
Συνεπώς, ο μακαριστός Πατριάρχης Αθηναγόρας ξέφυγε της αληθείας και εμπειρίας της Εκκλησίας χαρακτηρίζοντας συλλήβδην τους Ι. Κανόνες ως ανθρώπινα επινοήματα μίσους!
Ακόμα και λαϊκοί θεολόγοι της διασποράς έθεταν το θέμα πολύ διαφορετικά, όπως ο Vladimir Lossky που υποστήριζε ορθώς πως “οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλ’ εφαρμογαί των δογμάτων”.
Αλλά έμεινε, δυστυχώς, από την εποχή του Πατριάρχου Αθηναγόρα η αρρωστημένη, πνευματικά και σωτηριολογικά, θέση ότι στο διάλογο της “αγάπης”, η αγάπη ενώνει ενώ τα δόγματα-γρίφοι (Β. Αργυριάδης – Περιοδ.” Ανάπλασις”) διαιρούν!
Στο Πηδάλιο, όμως, διαβάζουμε πως “όποιος ομιλεί από συνοδικούς κανόνας, ο λόγος του έχει τ’ αξιόπιστον, κατά τον στ’ του Νύσσης”, καθώς και ότι ” όποιος κατ’ αυτούς κάμνει, έχειν το ακίνδυνον, κατά τον ίδιον μζ’ του Βασιλείου (” Πηδάλιον” σελ. ιθ).
Ίσως δε να βοηθούσαν στον εν λόγω προβληματισμό και τα παρακάτω του Πηδαλίου : “ταύτα περί Κανόνων διατετάχθω υμίν παρ’ ημών, ώ Επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε, απειθούντες δε κολασθήσεσθε, και πόλεμον μετ αλλήλων αΐδιον έξετε, δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιννύντες… Τοις εν καταφρονήσει τιθομένοις τους ιερούς, και θείους Κανόνας των ιερών Πατέρων ημών, οί, και την αγίαν εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν κοσμούντες, προς θείαν οδηγούσιν ευλάβειαν, ανάθεμα”!
Εκτός των Πατέρων, όμως, και του αγ. Νικοδήμου την θέση, επικαλούμαι και νεωτέρων θεολόγων αντίστοιχη με ένα μεγάλο ερωτηματικό, δυστυχώς.
Πρόκειται γιά τον γνωστό και διαπρεπή θεολόγο και ομότιμο καθηγητή του ΠΑ, κ. Βλάσιο Φειδά.
Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα απ’ την αρχή.
(Βλ. Φειδά, Ιστορικοκανονικαί και εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις ερμηνείας των ιερών κανόνων, Αθήναι 1972, σελ. 15).
Στο θέμα της αμφισβητήσεως της εγκυρότητος των θείων και ιερών Κανόνων ο κ. Φειδάς το 1972 υποστήριζε πολύ σωστά πως: “Απώτερος σκοπός λοιπόν της επισήμου ταύτης κανονικής παραδόσεως θα ηδύνατο, καθ’ ημάς, να θεωρηθή η αυθεντική, ορθή και καθολική εναρμόνισις του περιεχομένου της αποκαλύψεως και της ουσίας του μυστηρίου της Εκκλησίας προς τας κατά εποχάς μεταβαλλομένας ιστορικάς συνθήκας της εκκλησιαστικής ζωής,… Ούτω διησφαλίζετο η ενότης της Εκκλησίας εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη, ου μόνον διά της δογματικής προβολής της ορθής πίστεως, αλλά και διά της εν τη πράξει περιφρουρήσεως αυτής ανοθεύτου εκ των αιρετικών και διά της καθολικής βιώσεως αυτής υπό πάντων των πιστών εν βαθεία μυστηριακή ενότητι και υπερόχω ηθική τελειώσει…εις τον υπέρτατον τούτον σκοπόν της εν Χριστώ σωτηρίας αποβλέπουν οι κανόνες ου μόνον των Οικουμενικών, αλλά και των τοπικών συνόδων και των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων, ως και η καθ όλου ούτως ειπείν κανονικά της Εκκλησίας παράδοσις. Διό και η μόνον επί τη βάσει της προελεύσεως και του θεσπίσαντος οργάνου διαφοροποίησις και αξιολόγησις του κύρους και της αυθεντίας των ιερών κανόνων θα ήτο ου μόνον επικίνδυνος, αλλά και εσφαλμένη… Το κύρος των ιερών κανόνων απορρέει…κυρίως εκ της αυθεντικής σχέσεως των ιερών κανόνων προς το περιεχόμενο της εν Χριστώ αποκαλύψεως… “!
Πόσο όμορφα και θεολογικά έθετε το θέμα ο κ. Φειδας! Εξαιρετική η τοποθέτησή του. Αλλά… Μετά από 38 χρόνια “διαφωτίστηκε” κι αυτός και μάλλον πνίγηκε στα “νάματα” της παναιρέσεως του Οικουμενισμού! Τι κρίμα, αλήθεια!
Διαβάστε παρακάτω τη θεαματική του μεταστροφή και αναρωτηθείτε τι είναι αυτό το μικρόβιο που παρασύρει και αλλοιώνει το ορθόδοξο φρόνημα;
Δανείζομαι λόγια από την πέννα του εξαίρετου ιερέως π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου στην κριτική-απάντησή του παραπέμπω στη σελίδα impantokratoros.gr
Όπως μας πληροφορεί ο π. Αναστάσιος, ο καθηγητής έγραψε άρθρο με τίτλο “Το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ιερούς Κανόνες” και δημοσιεύθηκε στο επίσημο δελτίο του Ορθοδόξου κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης “Επίσκεψις” (τεύχ. 699/30-4-09, σελ. 11-33).
Ο κ. Φειδάς, παραθεωρώντας τα όσα διατύπωνε γιά το ίδιο θέμα το 1972, στο παρόν άρθρο υποστήριξε πως “είναι ευνόητον ότι ο ΜΕ’ και οι λοιποί σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας ή συνιερουργίας… και συνεπώς η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν εθς πάσαν άλλην προσευχήν”. Παρατρέχει όμως κανόνες όπως ο ΞΕ’ κανόνας των Αγ. Αποστόλων (ή ΞΔ’ κατά Ράλλη – Ποτλή), ΛΖ’ της Λαοδικείας, Β’ Αντιοχείας.
Ο κ. Φειδάς, όμως, έγραφε το 1972 (βλ. υποσημείωση 56, σελ. 34-37) πως “Ο με’ Αποστολικός κανών, ορίζων ότι “επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον αφοριζέσθω. Ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι καθαιρείσθω”, ως και οι παρεμφερή ορίζοντες ιεροί κανόνες ι’, και ξδ Αποστολικοί, στ’/θ’ /λβ’/λγ’ /λδ’ / λζ’, Λαοδικείας, εθεωρήθησαν ως περιπεσόντες εις αχρησίαν, ένεκα της υπό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών ακολουθουμένης σήμερον διαφόρου εκκλησιαστικής πράξεως εις τας σχέσεις αυτής μετά των ετεροδόξων και σχισματικών Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών…
Η σύγχρονος όμως εκκλησιαστική πράξις υπόκειται εις την κανονικήν και εκκλησιολιγικήν αξιολόγησιν, προκαλούσα ποικίλας και πολλαπλάς αντιρρήσεις ως προς την κανονικήν αυτής θεμελίωσιν, διό και οι ως άνω κανόνες ου μόνον δεν κατηργήθησαν, αλλά και ρυθμίζουν εθσέτι τας κανονικάς μετά των ετεροδόξων σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αντίθετος τοποθέτησις έναντι των ως άνω κανόνων θα ωδήγει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν εις εσωτερικάς κανονικάς αντιφάσεις ως προς τας σχέσεις αυτής προς τας εξ αυτής μεταγενέστερον αποκοπείσας σχισματικάς εκκλησίας, δεδομένου ότι αι προς αυτάς σχέσεις ρυθμίζονται κατ ακρίβειαν επί τη βάσει της θερουμένης ως εις αχρησίαν περιπεσούσης εν λόγω κανονικής παραδόσεως”.
Συγκρίνατε τώρα τις δύο τοποθετήσεις του ιδίου προσώπου με διαφορά 38 ετών.
Πριν προχωρήσουμε στο επόμενο θέμα ας δούμε κάτι σημαντικό. Αναφερθήκαμε παραπάνω στην παρερμηνεία που κάνει ο κ. Φειδάς στον ΜΕ ‘ Αποστολικό Κανόνα και την μάλλον επιτηδευμένη τεχνική διαχωρισμού της έννοιας του “συνεύχεσθε” σε απλή συμπροσευχή και συλλειτουργική.
Δεν υπάρχει λόγος να αντιτάξουμε επιχειρήματα μιάς και ο π. Αναστάσιος έχει κάνει μιά άρτια και άριστα τεκμηριωμένη κριτική. Μόνο ένα σημείο, γραμματολογικής φύσεως, θα ήθελα να επισημάνω. Ο κ. Φειδάς έγραφε γιά τον ΜΕ’ Κανόνα πως “επίσκοπος ή…αιρετικοίς συνευξάμενος ΜΟΝΟΝ αφοριζέσθω…”!
Δηλαδή, ακόμα και ΜΟΝΟ η απλή συμπροσευχή, σε αντιδιαστολή με τη συλλειτουργική, κι αυτή αρκεί για να αφορισθεί ο κληρικός. Αρκεί, λοιπόν, και μόνο αυτή για να μας καταδικάσει. Από που, λοιπόν, βγάζει το συμπέρασμα ο καθηγητής ότι επιτρέπεται η συμμετοχή σε άλλου είδους προσευχή, παρά μόνο “βιάζοντας” εννοιολογικά και μόνο τη λέξη “συνεύχεσθαι”;
Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ανωτέρω εννοιολογική αυθαιρεσία, ένα ακόμη πρόβλημα στην ερμηνεία των ιερών κανόνων, αναδεικνύει το θέμα της μεταβολής της μορφής των κανόνων αναλόγως της εποχής.
Αυτή την αυθαιρεσία είχε πολύ νωρίς επισημάνει ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης ο οποίος υποστήριζε πως “το αίτημα περί μεταβολής της μορφής των Κανόνων είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή ως πρόφασις διά την αλλαγήν και της δογματικής αληθείας των Κανόνων. Είναι δυνατόν θεολόγοι εχόμενοι φιλελευθέρων τάσεων και μη αναγνωρίζοντες την αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας…δεχόμενοι μίαν περιεκτικήν εκκλησιολογίαν, ήτοι εκκλησιολογίαν μη περιορίζουσαν την αληθή Εκκλησίαν εις τα Κανονικά όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας να ζητούν την μεταβολή της μιρφής Κανόνων τινων, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την εξίσωσιν της ημετέρας Εκκλησίας μετά των ετεροδόξων, ήτις μεταβολή προϋποθέτει την αλλαγήν και της δογματικής βάσεως. Κατάργησις επί παραδείγματι των Κανόνων των απαγορευόντων την συμπροσευχήν (οικουμενικοί εσπερινοί, δοξολογίαι κλπ) μαρτυρεί και διά την αλλοίωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και της Αληθείας διά την οποίαν οι Κανόνες ούτοι μαρτυρούν…η αίρεσις δεν πρέπει επ’ ουδενί να αμνηστεύεται, αλλ’ ουδέ να υπάρχη κοινωνία προσευχών ή μυστηρίων μετά των αιρετικών”!
Έτσι κάπως όμως και το ποίμνιο θα ζημιωθεί αφού θα έχει χάσει την ευκαιρία της ομολογίας αλλά και οι αιρετικοί θα πιστέψουν ψευδώς ότι κατέχουν την Αλήθεια και συνεπώς δε θα χρειάζεται να μετανοήσουν.
VIII
“Απροετοίμαστοι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι;”
Παραπάνω έγινε εκτενής αναφορά στις δόλιες τακτικές του Βατικανού. Τώρα είναι ανάγκη, όμως, να αναφέρουμε και όλες αυτές τις συμπεριφορές που δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα στους διαλόγους και καθιστά ευάλωτη την επιχειρηματολογία των Ορθοδόξων.
Συχνά μας λένε ότι στους διαλόγους αυτούς υπερασπίζονται την πίστη και δεν υποχωρούν σε κανένα σημείο. Πολύ φοβάμαι πως τα γεγονότα του παρελθόντος – τουλάχιστον – τους διαψεύδουν.
Συγκεκριμένα, ας δούμε τι αποκάλυπταν σε συγκεκριμένη Έκθεσή τους οι αντιπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος (Μητροπολίτης Περιστερίου κ.κ. Χρυσόστομος και καθηγητής και νυν πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης) σχετικά με τις εργασίες της Μικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών που είχε πραγματοποιηθεί στην Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης (30/5/1984).
Στην Έκθεση (“Ορθόδοξος Τύπος”, 5/7/1985) βεβαιώνεται πως “οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι εις τους διαλόγους παρουσιάζονται τελείως απαράσκευοι και δε συμφωνούν μεταξύ των. Η ασυμφωνία αυτή εκδηλούται πολύ συχνά και καταλαμβάνει το μέγιστον σχεδόν μέρος των συζητήσεων υπό τα χαιρέκακα και ειρωνικά βλέμματα των Ρωμαιοκαθολικών.
Πολλά Ορθόδοξα μέλη υιοθετούν ρωμαιοκαθολικές απόψεις ως ορθόδοξες, και απορρίπτουν τας μεμαρτυρημένας εν τη ζωή και τη θεολογία της Ορθοδοξίας γνησίας ορθοδόξους θέσεις. Υπάρχουν δε και μέλη, τα οποία υποτιμούν παντελώς την θεολογίαν και τας θεολογικάς διαφοράς και είναι έτοιμα να δεχθούν οτιδήποτε προτείνει η ετέρα πλευρά… Πολλοί θεωρούν τον διάλογο προσωπικήν των υπόθεσιν και βάσει των προσωπικών των γνωριμιών και συμφερόντων καθορίζουν την θέσιν των…” !!!
Και δεν ήταν αυτό κάποιο μεμονωμένο περιστατικό όπως αποδεικνύει το παρακάτω που φτάνει στο σωτήριον έτος 2003.
Προσέξτε εδώ τώρα προχειρότητα και κακώς εννοούμενη μεταστροφή σε σοβαρό ζήτημα μεταξύ των ετών 1988 και 2003. Πρόκειται γιά το θέμα της γυναικείας ιερωσύνης.
Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, π. Θεόδωρος Ζήσης, γράφει σχετικά με το Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο της Ρόδου (30/10-7/11/1988) με θέμα “Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία”, απ’ όπου επιλέγει τα κάτωθι : “Κατά την κήρυξη των εργασιών του συνεδρίου ο προεδρεύων αυτού Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος τόνισε ότι “σκοπός του συνεδρίου είναι να επιβεβαιώσωμεν με σύνεσιν και προσεκτικότητα το αδύνατον της χειροτονίας των γυναικών εις την ιερωσύνην”. Εις τα πορίσματα του Συνεδρίου, συνεχίζει ο π. Θ. Ζήσης, κατοχυρώνεται ως αυτονόητο γιά την Ορθόδοξο Παράδοση το αδύνατον της χειροτονίας των γυναικών που θεμελιώνεται ως εξής :… α) επί του παραδείγματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,…β) επί του παραδείγματος της Θεοτόκου…γ) επί της Αποστολικής Παραδόσεως… δ) επί τινών θέσεων της Παυλείου διδασκαλίας… ε) επί του κριτηρίου της αναλογίας… “.
Στο σημείο αυτό πρέπει να μνημονευθεί η πλούσια επιχειρηματολογία (άνω των 12 θεολογικών επιχειρημάτων συμπεριλαμβάνει και ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής μακαριστός Ι. Καρμίρης στο βιβλίο του “Η θέσις και η διακονία των γυναικών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία” (Αθήναι 1978, σελ. 29-46), ενώ εκ των νεωτέρων αξιομνημόνευτη τυγχάνει η παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ.κ. Χρυσοστόμου.
Συνεχίζει, όμως, ο π. Θ. Ζήσης με τη θλιβερή διαπίστωση ότι “απέναντι στην αδαμάντινη αυτή θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έρχονται οι εκπροσωπούντες μόνο τον εαυτό τους, αλλά δυστυχώς καλυπτόμενοι υπό της επισήμου Εκκλησίας, οργανωτές του Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου της Θεσσαλονίκης (Ιούνιος 2003), να συμπεράνουν στα πορίσματά τους τα εξής εξευτελιστικά και απαράδεκτα : “Σ’ ένα ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο υπογραμμίσθηκε η ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των γυναικών στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε η αδυναμία της εναντίον της χειροτονίας των γυναικών θεολογικής επιχειρηματολογίας των Ορθοδόξων”!
Το 1988 το αδύνατο της χειροτονίας των γυναικών θεωρείτο αυτονόητο γιά την Ορθόδοξο Παράδοση, ενώ το 2003 μετατράπηκε σε “ασθενή επιχειρηματολογία”!!! Τι μεσολάβησε; Ποιά η σκοπιμότητα; Μήπως τα “συγχαρίκια” του Γενικού Γραμματέως του ΠΣΕ κ. Samuel Kobia, ο οποίος τον Μάϊο του 2006 στη Γενεύη στην προσφώνησή του προς την Ορθόδοξη Αντιπροσωπεία δήλωσε ευχαριστημένος με την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που προώθησε το θέμα της συμμετοχής των γυναικών στη ζωή και μαρτυρία της Εκκλησίας; (www.oikoumene.org/en/resources/documents/general-secretary/visits/archbishop…)
Μήπως γι’ αυτό συνεστήθη εκείνα τα χρόνια η Συνοδική Επιτροπή Γυναικείων Θεμάτων;
Περί της Β’ Βατικανής Συνόδου και υπογραφής κοινών κειμένων.
Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο στις σχέσεις μας με τους Παπικούς, η υπογραφή κοινών κειμένων και ειδικά όταν αυτά εμμέσως αναγνωρίζουν την εγκυρότητα και “αλήθεια” της Β’ Βατικανής Συνόδου. Ένα τέτοιο κείμενο υπεγράφη μεταξύ μας στις 14/12/2006 επί Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ’ και Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Το πρόβλημα εδώ υπήρξε η 3η παράγραφος η οποία κάνει από κοινού αποδεκτή την Β’ Βατικανή Σύνοδο η οποία όμως υποβαθμίζει την Ορθόδοξη σε “ελλειμματική” Εκκλησία και προωθεί την αυτο(α)συνειδησία της παπικής ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Μάλιστα, στη συγκεκριμένη συνάντηση, ειπώθηκε από τα τότε πλέον επίσημα χείλια πως η πράξη μας αυτή εκπροσωπούσε το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών! Αλλιώς, τι ακριβώς σήμαιναν τα λόγια “Ήρθαμε ως ταπεινοί διάκονοι της Μεγάλης Ορθόδοξης Οικογένειας, γιά να δώσουμε στους Ρωμαιοκαθολικούς αδελφούς μας μαρτυρία της εν ημίν ελπίδος”;
Και τι είναι αυτό που υπογράψαμε, γνωρίζουμε;
Συμφωνήσαμε, γιά να αναφέρουμε μόνο 3 κρίσιμα σημεία των αποφάσεων της Β’ Βατικανής Συνόδου, ότι :
α) Η Παπική Εκκλησία είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία διά της οποίας ο άνθρωπος σώζεται, χωρίς να αποκλείεται και η δυνατότητα σωτηρίας και μέσω άλλων Εκκλησιών.
β) Ο Πάπας κατέχει το “πρωτείο” και είναι αλάθητος (παρά τις πολλές “συγγνώμες” αρχής γενομένης απ τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο για λάθη του παρελθόντος!)
γ) Η Ουνία αποτελεί το ιδανικό “μοντέλο” γιά την επίτευξη της “ενότητος” μεταξύ μας.
Για να μη παραβλέψω κάτι σημαντικό στην κριτική της υπογραφής του κειμένου αυτού από μέρους των Ορθοδόξων, θα επικαλεστώ τη σχετική μαρτυρία του μακαριστού Μητροπολίτου Περιστερίου κυρού Χρυσοστόμου (“Θεολογία”, τομ. 53, Ιαν. – Μαρτ. 1982, τευχ. 1, σελ. 63-90).
Διατύπωνε ο μακαριστός πως “η μυστηριακή κοινωνία προϋποθέτει απαραιτήτως την εκ μέρους των κοινωνούντων αποδοχήν παντός εν γένει δόγματος της αρχεγόνου Εκκλησίας ως θεμελιακής βάσεως προς επίτευξιν ενότητος μεταξύ αυτών. Σύμφωνα με τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως ή αμέσως αφήνουσι να νοηθή, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθή μετά της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο, το οποίον υφίσταται μεραξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών. Δι’ αυτούς το κέντρον βάρους δεν τίθεται εις την αποκατάστασιν της ενότητος της πίστεως, αλλ’ εις την πραγματοποίησιν ενός είδους διακοινωνίας, μη υπαρχούσης έτι ταυτότητος εν τη πίστει και τη αληθεία”.
ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
Λίγους μήνες μετά την υπογραφή αυτή, οι συνέπειες της υπογραφής του επαίσχυντου κειμένου επιβεβαιώθηκαν όταν σε ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’, με την ευκαιρία της απαλείψεως από των Διπτύχων του τίτλου του Πάπα “Πατριάρχης της Δύσης”, η σεβασμία Ιερά Σύνοδος διαπίστωνε πως “ο σημερινός Πάπας επιμένει εις την εφαρμογήν της Β’ Βατικανής Συνόδου, η οποία ενίσχυσε το παπικόν πρωτείον και αλάθητον”!!!
Έχετε καταλάβει τι υπογράψατε κάποιοι κληρικοί και λαϊκοί το 2006;
Να σας θυμίσω μήπως τι εστί Β’ Βατικανή Σύνοδος; Διαβάστε, λοιπόν, τι επισήμαινε ο αείμνηστος Κ. Μουρατίδης (” Η αλήθεια διά τον Θεολογικόν Διάλογον Ορθοδόξων και Παπικών”, Αθήναι 1980, σελ. 7) “ΣΤΗ Β’ ΒΑΤΙΚΑΝΗ ΣΥΝΟΔΟ Ο ΠΑΠΑΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΣΤ’ ΔΙΕΚΗΡΥΞΕ: ΗΜΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΠΑΠΑΣ, ΟΣΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩ ΕΝ ΤΩ ΠΡΟΣΩΠΩ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩ ΑΓΙΩ ΑΞΙΩΜΑΤΙ ΜΟΥ ΠΑΣΑΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ, ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΑΥΤΗΝ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΝ”!
Ας με συγχωρήσει ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος κ. Νικόλαος, αλλά η συνέχεια των διαλόγων και των προθέσεων της Παπικής Εκκλησίας σε σύγκριση με τις ανεδαφικές, υπερφίαλες δηλώσεις του Πάπα διόλου δεν είναι συμβατικές και προδίδουν άγνοια κατ’ επίγνωσιν αν μη και δόλο κατά της δήθεν αδελφής Εκκλησίας των Ορθοδόξων.
Αυτό Αρχιεπίσκοπε κ. Νικόλαε δεν είναι μόνο δική μου κρίσις. Είναι θέσις του μακαριστού Μητροπολίτου Περιστερίου κυρού Χρυσοστόμου ο οποίος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου αλλά, βλέπετε, όταν τα σαράκια κυριαρχήσουν πάνω μας δυσκολευόμαστε να δούμε μπροστά μας. Τι έγραφε, όμως, ο μακαριστός; “… 4) το σύστημα των κοινών κειμένων…δεν προσφέρονται διά τοιαύτην εμπειρίαν και δεν παρέχουν κοινόν έδαφος διά κοινά κείμενα…δύνανται ν αποβούν επικινδύνως παραπλανητικά για το Ορθόδοξον ποίμνιον και την ορθήν κοινήν γνώμην…”.
Διερωτάται δε με αγωνία επισκοπική και νόημα ο μακαριστός, “Ποιά θα είναι η εγκυρότης, αξία, βαρύτης, σημασία και σπουδαιότης των τοιούτων μικτών κειμένων άνευ της εγκρίσεως τούτων εκ μέρους των Συνόδων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων και Αυτονόμων Εκκλησιών… Ποία Ορθόδοξος Εκκλησία θα προβή εις την έγκρισιν τούτου ή εκείνου του κειμένου συμφωνίας των 2 Επιτροπών και θα προσπαθήση ακολούθως να θέση τούτο εις πρακτικήν εφαρμογήν εις την ζωήν των μελών αυτής πριν ή εκ των προτέρων ίδη τον προσηλυτισμόν, και δη την Ουνίαν καταργουμένην υπό της ετέρας πλευράς;”.
Οπότε, μάλλον περιττό ή ανώφελο να ρωτήσω – έτσι, από ενδιαφέρον – αν υπήρξε στην περίπτωση όλων των μικτών κειμένων προεγκρίσεις, θεωρήσεις, συνοδικές αποφάσεις, ενημερώσεις γιά τις επιπτώσεις που αυτές οι υπογραφές μπορεί να έχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία και το πλήρωμα αυτής!
Υπάρχει, όμως, και ένα ακόμη πολύ κρίσιμο σημείο το οποίο μπορεί να δώσει το “πάτημα” στον Πάπα γιά να αυθαιρετεί διαγράφοντας ή αυξάνοντας τα κοινώς αποδεκτά υπογεγραμμένα. Κι αυτό δεν είναι δική μου γνώμη αλλά εμπειρία του μακαριστού κυρού Χρυσοστόμου ο οποίος πολύ έξυπνα εντόπισε τον κίνδυνο. Έγραφε, λοιπόν, πως “οι Ορθόδοξοι, ομιλούντες περί καταρτισμού κοινών κειμένων μετά των μελών της Ρ/Κ αντιπροσωπείας, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να είναι περισσότερον επιφυλακτικοί εις το εγχείρημα τούτο,…διότι εκ της διδασκαλίας αυτής ταύτης της Ρ/Κ Εκκλησίας, καθ’ ην οι εκπρόσωποι αυτής εν εκάστω διαλόγω ομιλούσι, συναποφασίζουσι και συνυπογράφουσι αποφάσεις και έτερα κοινά οικουμενικά κείμενα ΟΥΧΙ ΕΞ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΥΤΩΝ, ΑΛΛ ΩΣ ΑΠΛΟΙ ΙΔΙΩΤΑΙ… Πάσα τυχόν συμφωνία των μελών αυτών (των Επιτροπών) δύναται ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί δι’ αποφάσεως του Πάπα”!!!
Να θυμίσω στο σημείο αυτό την δεσμευτική υπογραφή της Διακηρύξεως των Βρυξελλών του 2001 από τις 3 μονοθεϊστικές θρησκείες (γιά τους Ορθοδόξους υπέγραψε τότε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος). Στην παράγραφο 13α η Διακήρυξη (Δελτίο “Επίσκεψις” τευχ. 603, 31/12/2001, Άρθρο Β. Ι. Φειδά “Η Διαθρησκειακή Συνάντηση Κορυφής των Βρυξελλών”) έκανε λόγο γιά μήνυμα συστράτευσης σε “εκπροσώπους των Μέσων Γενικής Ενημερώσεως, διαμορφωτάς πολιτικής, θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών” χωρίς να εξαιρεί και τους εκπαιδευτικούς αφού κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην Παιδεία. Και γιά να επιτευχθεί ο στόχος υποδεικνύεται ακολούθως και ο τρόπος. Δηλαδή, όπως προβλέπει η υπογραφείσα Διακήρυξις,”τούτο επιβάλλει την αφαίρεσιν εκ των διδακτικών εγχειριδίων πασών των δηλώσεων ή αναφορών εις προκαταλήψεις ή διακρίσεις των θρησκειών, των πολιτιστικών παραδόσεων και των εθνικών ομάδων“!!!
Μήπως ζητηθεί στο μέλλον, βάσει αυτής της Διαξήρυξης των Βρυξελλών η απαλοιφή όλων των σχετικών με τη δράση, ύπαρξη, πορεία μέσα στην ιστορία του” μιαιοφόνου” λαού του Ισραήλ από Μηναία, Πεντηκοστάριο, Τριώδιο, Παρακλητική της Εκκλησίας μας;
Μήπως η μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε συγκρητιστική θρησκειολογία έχει κάποια σχέση μ’ αυτήν ή το πνεύμα της;
Μήπως η αφαίρεση κάποιων εγκωμίων απ’ αυτά της Μ. Παρασκευής που αναφέρονται στον Ισραήλ, από νέες εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας έχουν κάποια σχέση μ αυτήν;
Μήπως ο θλιβερός εκείνος “συνωστισμός” της ιστορικού κ. Ρεπούση ή η έκδοση της νέας ανιστόρητης ιστορίας των βαλκανικών κρατών που γράφτηκε “ξανά” από το CDRSEE έχει κάποια σχέση μ’ αυτήν;
Μήπως οι νέες αφηρημένες έννοιες ή η αλλοίωση των παλαιών γιά να χωρέσουν τα σχέδια της μεγάλης επανεκκίνησης, γιά τις μεσογειακές και όχι μόνο, χώρες όπως “παράτυποι μετανάστες”, “ασυνόδευτα ανήλικα”, “ανθρώπινα δικαιώματα”,……..επινοήθηκαν για να ταιριάξουν στο μήνυμα των Βρυξελλών ότι όλα, όλοι χωρούν παντού;
Επιστρέφοντας στα περί των υπογραφών διαφόρων κειμένων, παρατηρούμε μιά σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ των παλαιών θεολόγων και των συγχρόνων μας με μιά δόση θεολογικής ελαφρότητος μάλλον. Και εξηγούμαι.
Είδαμε παραπάνω τη θέση του μακαριστού Μητροπολίτου Περιστερίου, κυρού Χρυσοστόμου. Ας δούμε και την τοποθέτηση του αειμνήστου δογματολόγου Π. Τρεμπέλα ο οποίος σε απάντησή του προς την εισηγητική έκθεση της Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος που απεστάλη προς τους τότε ελλογιμοτάτους καθηγητάς των δύο εν Ελλάδι Θεολογικών Σχολών (σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της Οικουμενικής Κινήσεως) διευκρινίζει τα εξής αξιομνημόνευτα.
“Κατ’ απόφασιν της εν Ρόδω Γ’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, διά την προώθησιν του μετά των ετεροδόξων Διαλόγου χρειάζεται απόφασις Πανορθοδόξου επιπέδου λαμβανομένη δι’ απολύτου ομοφωνίας. Τυχόν δημιουργία δεσμεύσεως εκ μέρους τοπικών Εκκλησιών μετά ετεροδόξων είναι κατάκριτος και απαράδεκτος. Ωσαύτως ενέργειαι προτρέχουσαι (σ.σ. προφανώς και τα κοινά κείμενα που δεν υπογράφονται κατόπιν Συνοδικής εγκρίσεως!) του Διαλόγου, ή αποφάσεις προσώπων οσονδήποτε υψηλά ισταμένων, ή ακόμη και Συνόδων Τοπικών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών μονομερώς λαμβανόμεναι, όχι μόνον δεν γίνονται αποδεκταί εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και θεωρούνται κατάκριτοι… Ζητήματα εφαπτόμενα δογματικών διδασκαλιών δεν επιτρέπεται να χαρακτηρίζονται ως εσωτερικά ζητήματα αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Τα ανωτέρω δεν αφορούν τας θεολογικάς επαφάς τας μη πανορθοδόξως αποφασισθείσας. Αύται δύνανται να γίνωνται μόνον επί επιπέδου ιδιωτικής πρωτοβουλίας επιστημόνων και άνευ ουδεμιάς δεσμεύσεως διά τας Ορθοδόξους Εκκλησίας”.
Γιατί, λοιπόν, υπεγράφη το 2006 κοινό κείμενο με τον Πάπα το οποίο μεταξύ άλλων αναγνωρίζει εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος (3η παράγραφος) τις αποφάσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου η οποία προσβάλλει ευθέως το εκκλησιολογικό – και όχι μόνο – δόγμα της Εκκλησίας μας;
Στον αντίποδα των παραπάνω τοποθετήσεων η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσοστόμου ο οποίος υποστηρίζει πως :
“Τα κείμενα αυτά, ως μιά πρώτη συγκλίνουσα έκφραση της παραδεδομένης κοινής αποστολικής και συνοδικής πίστης και παράδοσης, αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση γιά την οποιαδήποτε μορφή αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ενότητας, και εξαιτίας ακριβώς της εκκλησιολογικής τους σπουδαιότητας τίθενται ad referendum προς τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας, και υπό την αίρεσιν ή την έγκριση και των αντιστοίχων Ι. Συνόδων της Ιεραρχίας των,… με τον τρόπο αυτό…αποκλείεται κάθε μορφή θεολογικής υπέρβασης ή συγκρητιστικής αυθαιρεσίας… “!!!
Να θέσω κάποια ερωτήματα με σεβασμό προς το πρόσωπο και το σχήμα του Σεβασμιωτάτου.
Τι ακριβώς εννοεί (Περ.”Εκκλησία”, τευχ. 3, Μάρτιος 2006, Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σαββάτου “Παρατηρήσεις επί των πορισμάτων του Διορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα : “Οικουμενισμός. Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις”, σελ. 205-208) όταν αναφέρεται σε “συγκλίνουσες εκφράσεις της παραδεδομένης κοινής αποστολικής και συνοδικής πίστης και παράδοσης”;
Στα κοινά κείμενα που ανευθυνουπεύθυνοι “ιδιώτες” (;) υπογράφουν, οι εκφράσεις συγκλίνουν σε μιά “παραδεδομένη” κοινή αποστολική και συνοδική πίστη και παράδοση;
Μήπως, εκτός από την κοινή αποστολική πίστη αποδίδει και αποστολική διαδοχή στον Πάπα;
Και “συνοδική πίστη”; Δηλαδή, οι παπικοί δέχονται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων; Και τότε γιατί δεν συμμορφώνονται στα θέματα των ενδοτριαδικών σχέσεων;
Επίσης, τι προηγείται σε έναν θεολογικό διάλογο; Η επίλυση των σοβαρών διαφορών μεταξύ μας ή τα κοινά κείμενα;
Επίσης γράφει : “Τα κείμενα αυτά…αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση γιά την οποιαδήποτε μορφή αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ενότητας”!
Δηλαδή; Θέτουν τα όρια και τους όρους για περαιτέρω διαπραγμάτευση; Δηλαδή, στην υπογραφή του κειμένου του 2006 μεταξύ Βατικανού και Εκκλησίας της Ελλάδος, η Εκκλησία μας σύρθηκε να υπογράψει την έμμεση έστω αποδοχή της Β’ Βατικανής Συνόδου; Ως τί; Ως όρο γιά τη συνέχιση της “αποκατάστασης” της ενότητας των Εκκλησιών μας;
Και τέλος, υποστηρίζει ότι τα υπογεγραμμένα αυτά κοινά κείμενα τίθενται υπό την αποδοχή ή απόρριψη των αντίστοιχων Συνόδων της Ιεραρχίας των για να αποφευχθούν έτσι οι συγκρητιστικές αυθαιρεσίες και οι θεολογικές υπερβάσεις.
Ώστε, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή 80 αρχιερείς, συμφώνησαν με την αποδοχή της Β’ Βατικανής Συνόδου; Αν ναι, έχουμε σοβαρότατο πρόβλημα.
Το ίδιο θέμα έχουμε και σε άλλες σοβαρές εκκλησιαστικές, και μη, καταστάσεις και μάλιστα χωρίς την υπογραφή κοινών κειμένων. Όπως ακριβώς έγινε το 2001 με την έλευση του Πάπα στην Ελλάδα. Θυμηθείτε την πληροφορία που μας είχε δώσει λίγο μετά την επίσκεψη εκείνη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος (“Εκκλησιαστική Παρέμβαση”, Νοέμβριος 2001, σελ. 6, 11), σύμφωνα με την οποία “το θέμα αυτό έπρεπε να το αντιμετωπίσει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος… Είναι γνωστόν ότι η Ιεραρχία δε συνήλθε…“!
Προ της υπογραφής κοινών και δεσμευτικών κειμένων ή μετά απ’ αυτά επιλαμβάνεται η Ιεραρχία; Κάποια απόφαση μπορείτε να μας κοινοποιηθεί γιά να αντιληφθούμε το σκεπτικό και τις διαδικασίες;
Ένα ακόμη τελευταίο πρόβλημα θα ήθελα να σχολιάσω σχετικά με όλες αυτές τις συναντήσεις στα πλαίσια των θεολογικών διαλόγων.
Αφορά στην, μάλλον, υποκριτική διάθεση των δύο πλευρών να αντιμετωπιστούν δήθεν κοινά κονωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά προβλήματα.
Σχετικά με το θέμα διαβάζουμε σε ενημερωτικό φυλλάδιο της Ι. Μ. Παρακλήτου πως “οι Οικουμενιστές διατείνονται ότι τα ποικίλα σύγχρονα προβλήματα…οφείλουν να μας ενώνουν…ωστόσο η από κοινού με τους αιρετικούς αντιμετώπισή τους παρουσιάζει τα εξής μειονεκτήματα :
α) η φωνή της Ορθοδοξίας χάνει τη διαύγειά της και αδυνατεί να κοινοποιήσει στο σημερινό άνθρωπο το δικό της μοναδικό τρόπο ζωής που είναι θεανθρωποκεντρικός σε αντίθεση με τον ανθρωποκεντρικό τρόπο ζωής των ετεροδόξων,
β) η Εκκλησία υποκύπτει στον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στο κοινωνικό της έργο κοσμικές πρακτικές των άλλων ομολογιών σε βάρος του σωτηριολογικού της μηνύματος,
γ) ο Ορθόδοξος πιστός βλέποντας τους ετεροδόξους να συνεργάζονται με τους εκκλησιαστικούς τους ποιμένες, αποκομίζει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ανήκουν κι αυτοί στην Εκκλησία του Χριστού, παρά τις δογματικές διαφορές.
Τέλος, επισημαίνεται στο φυλλάδιο πως οι κλιματικές ευαισθησίες όπως αφορισμοί, διακηρύξεις, συμφωνίες, δακρύβρεχτες εισηγήσεις, ως και οι “ευλογίες” των υδάτων του Αμαζονίου υπό πολλών ταυτοχρόνως ηγετών θρησκειών, δεν αποφέρουν τίποτα περισσότερο από χαρακτηρισμούς όπως “πράσινος”, και αρκετή δημοσιότητα”!!!
Αλήθεια, αυτές όλες οι “ευλογίες” που αφειδώς προσφέρονται και ως “αλογίες” αφού κάποιες προέρχονται από θρησκευτικούς ηγέτες (όπως του Ινδουϊσμού) που λατρεύουν δαιμόνια, πόσο μπορούν να θεραπεύσουν την συνωδίνουσα φύση; Ξεχνάμε ότι η κατάσταση της “συνωδίνης” ξεκινά από το γεγονός ότι ο άνθρωπος ζει εν τη οδύνη της απομάκρυνσής του και τελικά της άρνησης του Θεού-Δημιουργού; Δεν είναι, συνεπώς, λογικό η επιστροφή της φύσης στη δική της “κανονικότητα” να φιλτράρεται μέσα από τη δική μας επιστροφή σε υγιή κοινωνία με τον Θεό και Πλάστη μας; Και όπως σοφά αναφέρει ο σεβ. Μητροπολίτης Χαλκίδας κ.κ. Χρυσόστομος. Η θεραπεία θα έρθει μόνο μέσα από την Ορθόδοξη θεολογία και πρακτική: «Ἡ λύση προσφέρεται καὶ θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὸ λειτουργικό, εὐχαριστιακὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης. Αὐτή καὶ μόνον εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀληθινά σωστική ὥρα τῆς γῆς!».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου σχολιάζει σχετικά (“Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης”, Β’ Έκδ. Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 1996, σελ. 350 κεξ) : “η άκτιστη Χάρη που έρχεται στην ψυχή του ανθρώπου διαπορθμεύεται και στο σώμα και στη συνέχεια μεταβιβάζεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι, όλη η κτίση δέχεται τα ευεργετικά αποτελέσματα της θεώσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως η πτώση του ανθρώπου είχε και κοσμολογικές προεκτάσεις, κατά τον ίδιο τρόπο και η αναγέννηση και θέωση του ανθρώπου έχει παγκόσμιες και κοσμολογικές διαστάσεις”!
Αυτή είναι η μόνη αληθινή οικολογία. Η πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάριν θέωση.
entaksis.gr



