Πιστὸς καὶ ἄπιστος. Διαφέρουν παντοῦ. Διαφέρουν πρὸ παντὸς κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.
Τότε παρουσιάζεται ὅλη ἡ διαφορὰ ποὺ χωρίζει τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο. Διότι ὁ μὲν πιστὸς ἀντικρύζει τὸν θάνατον μὲ ἠρεμία, τὴν ὁποία τοῦ δίδει ἡ ἀγαθὴ συνείδηση: ὁ θάνατος γι’ αὐτὸν εἶναι ἡ γέφυρα, τὴν ὁποία θὰ διαβεῖ γιὰ νὰ μεταβεῖ εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Οὐρανίου τοῦ Πατρός. Ὁ δὲ ἄπιστος καὶ ἐπὶ τῷ ἀκούσματι ἀκόμη τῆς λέξεως «θάνατος», ἀνησυχεῖ, ταράσσεται. Ὅταν δὲ πλέον ὁ θάνατος ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν του καὶ ζητεῖ ἀπ’ αὐτὸν νὰ ἐξοφλήσει τὸ κοινὸν χρέος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τότε ὁ ἄπιστος ὑφίσταται ψυχικὸν συγκλονισμὸν ἀπερίγραπτον: δι’ αὐτὸν ὁ θάνατος εἶναι ἕνα πήδημα εἰς τὴν ἄβυσσο. Καὶ γιὰ νὰ πεισθῆτε, ἀκούσατε πὼς ἀπέθανε ἕνας πιστὸς καὶ πὼς ἕνας ἄπιστος. Ὁ πιστὸς εἶναι ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων πὸὺ ἔζησε κατὰ τὸν 4ον αἰῶνα, ὁ δὲ ἄπιστος εἶναι ὁ Βολταῖρος, ἔζησε στὴν Γαλλία κατὰ τὸν 17ον αἰῶνα.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου:
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Πλησίον τῆς κλίνης του εὑρίσκονται τὰ προσφιλῆ του πνευματικὰ τέκνα κλαίουν, καὶ προσεύχονται. Παρακαλοῦν τὸν Θεὸν νὰ παρατείνει τὴν ζωὴν τοῦ πνευματικοῦ πατρός των. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος βλέπει τὰ δάκρυά των, ἀκούει τὰς προσευχάς των καὶ ἔχων τὴν γαλήνην τοῦ οὐρανοῦ ζωγραφισμένη εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἀγαπητά μου πνευματικὰ τέκνα! Ἔζησα μεταξύ σας κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε δὲν αἰσχύνομαι νὰ ζήσω ἀκόμη. Δὲν φοβοῦμαι ὅμως καὶ τὸν θάνατο, διότι ἔχω ἀγαθὸν Κύριον».
Ὁ θάνατος τοῦ Βολταίρου:
Ὁ Βολταῖρος πολλὰ χρόνια πρὸ τοῦ θανάτου του ἔλεγε: «Δὲν φοβᾶμαι τὸν θάνατο. Θὰ ἀποθάνω εὔθυμος». Ἀλλὰ ὁ ἰατρὸς Τρουσέν, ποὺ ἐγνώριζε καλὰ τὴν ζωὴν τοῦ ἀθέου τούτου, εἶπε: «Χωρὶς νὰ εἶμαι προφήτης, δὲν θὰ ἀπατηθῶ ἐὰν προείπω ὅτι ὁ Βολταῖρος δὲν θὰ ἀποθάνει εὔθυμος, καθὼς ὑπόσχεται εἰς τοὺς ὀπαδούς του. Κατὰ τὴν πεποίθησίν μου τὴν τελευταίαν στιγμὴ θὰ δειλιάσει, διότι εἶναι ὑποχρεωμένος τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του νὰ παραδώσει κάτι βέβαιον διὰ τὸ ἀβέβαιον. Νὰ τὸ ἐνθυμεῖσθε! Τὸ τέλος του Βολταίρου, ἐὰν διατηρήσει τὶς αἰσθήσεις του, θὰ εἶναι κάτι τί τὸ πολὺ τρομερόν». Ὁ ἰατρὸς δὲν ἠπατήθη. Τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς του ὁ Βολταῖρος ὕβριζε καὶ κατηρᾶτο διαρκῶς. Συχνὰ δὲ ἐφώναζε δυνατὰ ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ σῶμα του ἔκαιε εἰς τὸ πὺρ τῆς κολάσεως. Δὲν ἐδέχετο οὔτε τὸ ἐλαφρότερο σκέπασμα καὶ ἦτο ὁλόγυμνος. Τὴν 20ην Μαΐου οἱ ἰατροὶ Λωρρὰ καὶ Γιέρρο μπῆκαν εἰς τὸ δωμάτιο τοῦ ἑτοιμοθανάτου. Οἱ ὑπηρέται δὲν τὸν ὑπέφεραν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ὁ Βολταῖρος, ὅταν ἐπλησίασαν οἱ ἰατροί, ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἠκούσθη νὰ λέγει: «Ἀφήσατέ με νὰ πεθάνω». Κατόπιν ἄρχιζε νὰ φωνάζει τόσο ἄγρια, ὥστε ὅλοι ὅσοι παρευρίσκοντο ἐκεῖ κατατρόμαξαν καὶ ἔλεγαν ὅτι οὐδέποτε εἰς τὴν ζωήν τους εἶδαν περισσότερον τρομερὸ καὶ ἀποτρόπαιο θάνατον.
Ἔτσι ἀποθνήσκουν οἱ ἄπιστοι. Πράγματι γι’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν πιστεύει εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὁ θάνατος εἶναι ἡ ὑψίστη ἀγωνία, ἐνῷ γιὰ τοὺς πιστεύοντας εἰς τὸν Χριστὸ ἔχει ἰσχὺν ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης: Γράψον, Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ’ ἄρτι. Ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν: τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτῶν».
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου
Πηγή: “Ἡ ΑΛΗΘΕΙΑ”, ἀρ. φύλ. 1, 12 Μαρτίου 1944
Συντάκτης
Λιγότερο από 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά
Το πρωτότυπο άρθρο ανήκει στο Orthodoxy Rodos .
