Την Κυριακή 26 Ιανουαρίου το βράδυ ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων μετέβη στις εγκαταστάσεις της Ευξείνου Λέσχης Ναούσης προκειμένου να ευλογήσει τη βασιλόπιτα του παραρτήματος Ναούσης του συσσιτίου της Ιεράς Μητροπόλεως.
Ο Μητροπολίτης μετά την κοπή της βασιλόπιτας, κατά την οποία παρέστησαν οι τοπικές αρχές, εκφώνησε επίκαιρη ομιλία. Στο τέλος της εκδήλωσης ο Μητροπολίτης τίμησε για την διαχρονική στήριξή τους στο έργο της φιλανθρωπίας τόν πρὠην Νομάρχη κ. Ιωάννη Σπάρτση και τον Καθηγητή κ. Εμμανουήλ Κολοβό.
Παρατίθεται η ομιλία του Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων
Το πατροπαράδοτο έθιμο της ευλογίας και της κοπής της Βασιλόπιτας προς τιμήν του εν αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας, μας συγκέντρωσε απόψε στον φιλόξενο χώρο της Ευξείνου Λέσχης Ποντίων Ναούσης, για τη βασιλόπιτα του Συσσιτίου της Ναούσης. Όπως είναι γνωστό, το έθιμο αυτό ανάγεται στην ιδέα και την πρωτοβουλία του μεγάλου αυτού ιεράρχου και αγίου της Εκκλησίας μας, προκειμένου να εξυπηρετήσει μία πρακτική ανάγκη, και στη συνέχεια, μετά την κοίμησή του, καθιερώθηκε προς τιμήν του.
Η ανάγκη από την οποία ξεκίνησε ήταν η επιστροφή των τιμαλφών που είχε συγκεντρώσει ο Μέγας Βασίλειος ως αρχιεπίσκοπος Καισαρείας από όλους τους χριστιανούς, προκειμένου να τα δώσει ως λύτρα για να αποφύγει η πόλη την κατάληψη. Η κατάληψη όμως αποφεύχθηκε με θαυμαστό τρόπο και έτσι τα τιμαλφή παρέμειναν στα χέρια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος αντί να αναζητά τον ιδιοκτήτη του κάθε πολύτιμου αντικειμένου, για να του το επιστρέψει, έδωσε εντολή να παρασκευάσουν άρτους και να βάλουν μέσα σε κάθε έναν ένα από τα νομίσματα ή τα κοσμήματα που είχε συγκεντρώσει. Έτσι και έγινε, χωρίς να υπάρξουν προβλήματα και αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες τους.
Η ιδέα αυτή δεν έλυσε μόνο ένα πρακτικό πρόβλημα, αλλά έδωσε και ένα μεγάλο μάθημα σε όλους τους χριστιανούς της Καππαδοκίας. Ένα μάθημα, το οποίο και με πολλούς άλλους τρόπους έδωσε ο Μέγας Βασίλειος αλλά και οι άλλοι δύο μεγάλοι Ιεράρχες, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, των οποίων την κοινή εορτή ως μεγίστων φωστήρων και προστατών της παιδείας και των γραμμάτων μας θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες.
Οι τρεις μέγιστοι Ιεράρχες δεν ήταν όμως μόνο άνθρωποι της μελέτης, άνθρωποι του κηρύγματος ή άνθρωποι της προσευχής. Ήταν ασφαλώς όλα αυτά, αλλά πάνω από όλα αυτά ήταν άνθρωποι της πράξεως και των έργων. Αν αναδείχθηκαν μέγιστοι και άγιοι και αν δοξάσθηκαν από τον Θεό και δοξάζονται από τους ανθρώπους, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πρώτα από όλα δόξασαν εκείνοι τον Θεό, και τον δόξασαν κάνοντας πράξη τον λόγο του Κυρίου μας προς τους μαθητές του: «όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσιν τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Τα καλά έργα των ανθρώπων είναι αυτά που δοξάζουν τον Θεό, και ως καλά έργα θεωρούνται τα έργα της αγάπης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία γι᾽ αυτό, εφόσον η αγάπη είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Όποιο έργο μας επομένως σχετίζεται με αυτή είναι οπωσδήποτε καλό έργο, έργο που δοξάζει τον Θεό. Και εάν αυτό ισχύει σε κάθε εποχή, ισχύει πολύ περισσότερο στην εποχή των τριών Ιεραρχών, σε μία εποχή κατά την οποία η έννοια της αγάπης μόλις είχε αρχίσει να διαδίδεται στον κόσμο με τη χριστιανική διδασκαλία, καθώς προηγουμένως ήταν άγνωστη στις άλλες θρησκείες και ξένη στους ανθρώπους. Επομένως η έννοια της φροντίδας για τον ασθενή, για τον πάσχοντα, για τον φτωχό, για τον ταλαιπωρημένο δεν υπήρχε. Ούτε φυσικά υπήρχε κρατική ή κοινωνική μέριμνα. Όποιος είχε οποιαδήποτε αδυναμία, έπρεπε να ανταπεξέλθει σ᾽ αυτήν μόνος του, όπως μπορούσε και αν μπορούσε.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πόσο μοναδικό και πόσο πρωτοποριακό είναι το έργο της φιλανθρωπίας του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος εμπνεύσθηκε μία ολόκληρη πόλη, τη Βασιλειάδα, η οποία περιλάμβανε όλες τις αναγκαίες υποδομές και φυσικά τους ανθρώπους για να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων. Αντιλαμβανόμαστε πόσο μοναδικό και πρωτοποριακό έργο ήταν για τον 4ο αιώνα η ίδρυση νοσοκομείων, λεπροκομείων, γηροκομείων, ορφανοτροφείων, πτωχοκομείων, συσσιτίων, για όλους τους ανθρώπους της επαρχίας του που ήταν ασθενείς και ηλικιωμένοι, που δεν είχαν γονείς αλλά και που στερούντο τα απαραίτητα για τη ζωή τους, όταν δεν υπήρχε κανείς άλλος ο οποίος μπορούσε να τους τα παράσχει, όταν η έννοια της φιλανθρωπίας και της μέριμνας για τον συνάνθρωπο ήταν ξένη στους περισσότερους ανθρώπους. Όταν οι περισσότεροι νόμιζαν ότι τα χρήματα και ο πλούτος ήταν ένα προσωπικό αγαθό, το οποίο μπορεί να το απολαμβάνει όποιος το έχει, χωρίς όχι μόνο να μην ενδιαφέρεται για τον ενδεή συνάνθρωπό του, αλλά συχνά και να τον περιφρονεί και να τον θεωρεί υποδεέστερό του.
Αυτή την παγιωμένη αντίληψη επιχειρεί να μεταβάλει στις ψυχές των ανθρώπων ο Μέγας Βασίλειος με τη «βασιλόπιτα» που επινόησε. Καθώς σε κάθε άρτο έβαλε ένα κόσμημα ή ένα νόμισμα, και ο καθένας θα έπαιρνε αυτό που θα έβρισκε, ανεξάρτητα από το τι έδωσε, ο ιερός πατήρ δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο πλούτος δεν είναι ένα προσωπικό αγαθό, αλλά ένα κοινό αγαθό. Ο Θεός μας τον δίνει κινούμενος από την αγάπη του, και εμείς, όσοι τον έχουμε, έχουμε την υποχρέωση να τον αξιοποιούμε για το κοινό καλό. Γι᾽ αυτό και δεν είχε σημασία, εάν κάποιος που προσέφερε ένα πολύτιμο κόσμημα πήρε πίσω τελικά ένα ευτελές νόμισμα, και αυτός που προσέφερε το ευτελές νόμισμα του επεστράφη ένα χρυσό.
Σε αυτό το μεγάλο μάθημα που βασίζεται στο Ευαγγέλιο, που βασίζεται στο παράδειγμα του Κυρίου ο οποίος επαινεί το δίλεπτο της χήρας, βασίσθηκε και το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο του Μεγάλου Βασιλείου αλλά και των άλλων δύο μεγάλων Ιεραρχών.
Στην ομιλία του προς τους πλουτούντας γράφει ο Μέγας Βασίλειος: «Γνωρίζω ότι πολλοί, νηστεύουν, στενάζουν, φανερώνουν όλη αυτή την ανέξοδη ευλάβεια, δεν αφήνουν όμως έναν οβολό – ένα μικρό νόμισμα- σ᾽αυτούς που βρίσκονται σε ανέχεια και θλίβονται. Ποιο είναι, λοιπόν, το όφελός τους από την υπόλοιπη αρετή; Διότι δεν τους δέχεται η βασιλεία των ουρανών, εφόσον είναι ανελήμονες και δεν δείχνουν την ευσπλαγχνία τους προς τους αδελφούς τους.
Ανάλογα εκφράζεται και ο φίλος και συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος στο σύντομο διάστημα της αρχιερατείας του στην Κωνσταντινούπολη είχε να αντιμετωπίσει τόσα σοβαρά προβλήματα με τους πνευματομάχους αιρετικούς που είχαν διαλύσει τους Ορθοδόξους, στην κατοχή των οποίων βρισκόταν ένας και μόνο ναός, όταν έφθασε εκεί ο άγιος Γρηγόριος, ώστε δεν είχε πολλά περιθώρια έμπρακτης φιλανθρωπικής δράσεως. Έδωσε όμως τους δικούς αγώνες με τους λόγους του, οι οποίοι είχαν ιδιαίτερη απήχηση όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στους αιώνες που ακολούθησαν, και άφησε όσα χρήματα είχε από την πατρική του περιουσία στους φτωχούς.
Για τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η ισότητα και η δίκαιη κατανομή αγαθών ξεκινά από τη μίμηση της δικαιοσύνης και της ισότητος του Τριαδικού Θεού. «Να ντρέπεστε», γράφει, «εσείς που κρατάτε όσα ανήκουν στους άλλους και να μιμηθείτε την ισότητα του Θεού, και δεν θα μείνει κανένας φτωχός».
Στην αγάπη προς τους πτωχούς αφιερώνει μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος τον 14ο λόγο του. «Σε όλους τους πτωχούς» γράφει, «πρέπει να προσφέρουμε βοήθεια σύμφωνα με την εντολή “χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων”, και να την προσφέρουμε ανεξάρτητα από την αιτία, είτε εξαιτίας της χηρείας, είτε εξαιτίας της ορφάνιας, είτε εξαιτίας της αποξενώσεως από την πατρίδα τους, είτε από την ωμότητα των κυρίων και την απανθρωπία των αρχόντων είτε εξαιτίας των ληστών και την απληστία των κλεπτών είτε από τη δήμευση της περιουσίας τους είτε από ναυάγιο». Διότι δεν μπορούμε να φερόμαστε με διαφορετικό τρόπο, εφόσον έχουμε το παράδειγμα της ευσπλαγχνίας του Θεού, ο οποίος έγινε άνθρωπος για μας και «πλούσιος ων επτώχευσεν, ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτίσωμεν».
Είναι, λοιπόν, δυνατόν, γράφει ο άγιος Γρηγόριος, «εμείς που έχουμε λάβει τέτοιο υπόδειγμα ευσπλαγχνίας και συμπαθείας να αδιαφορήσουμε για όσους έχουν ανάγκη; Θα τους παραβλέψουμε, θα τους προσπεράσουμε; Θα τους εγκαταλείψουμε; Καθόλου, αδελφοί μου. Δεν είναι αυτή συμπεριφορά για εμάς που είμαστε θρέμματα του Χριστού, του αγαθού ποιμένος».
Τις ίδιες απόψεις για τα υλικά αγαθά και τη φιλανθρωπία εκφράζει και στους λόγους του αλλά και με τα έργα του και ο νεώτερος από τους τρεις Ιεράρχες, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Αν και ο ίδιος καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικογένεια, όπως άλλωστε και οι άλλοι δύο Ιεράρχες, δεν είχε καμία απολύτως προσκόλληση στον πλούτο και στα χρήματα. Ζούσε μία λιτή και ασκητική ζωή και διαρκής μέριμνά του ήταν να μην υπάρχει κανένας στην Κωνσταντινούπολη που θα πεινά και θα ζει με ανέχεια.
Δεν υπάρχει, γράφει, δικό μου και δικό σου. «Πες μου από που έχεις τον πλούτο σου; Από που τον πήρες; Από τον πατέρα σου; και εκείνος από ποιόν; … Ο Θεός δεν έκανε κατά τη δημιουργία του ανθρώπου τον ένα πλούσιο και τον άλλο φτωχό, αλλά έδωσε σε όλους την ίδια γη». Γι᾽ αυτό και όσοι έχουμε περισσότερα από τους αδελφούς μας οφείλουμε να δίνουμε και σε αυτούς από αυτά που έχουμε, φροντίζοντας για όλους.
Στην εποχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος μάλιστα δεν παρέλειπε να ελέγχει όσους πλούτιζαν εις βάρος των φτωχών, οργανώθηκε το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Στο συσσίτιο που δημιούργησε έτρωγαν καθημερινά οι απόροι της πόλεως. Επτά χιλιάδες χήρες και ορφανά βρήκαν προστασία κοντά του, ενώ φτωχοί, ασθενείς, ξένοι και αδύναμοι ήταν υπό τη μέριμνα και τη φροντίδα του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας, ο οποίος μαζί με τους άλλους δύο μεγάλους Πατέρες και διδασκάλους καθιέρωσε το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας μας.
Αυτό το έργο συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη βοήθεια όλων όσων με αγάπη προσφέρουν σ᾽ αυτό, προσφέρουν στους ενδεείς αδελφούς μας, είτε εργαζόμενοι εθελοντικά, όπως πολλοί από σας, είτε προσφέροντας χρήματα και διάφορα είδη, είτε με άλλους τρόπους. Όπως όμως και αν συμμετέχουμε σε αυτό το έργο, θα πρέπει να το κάνουμε με χαρά και αγάπη, έχοντας συνείδηση ότι εκπληρώνουμε με τον τρόπο αυτό την εντολή του Κυρίου αλλά και αποδεικνύουμε ότι η αγάπη δεν είναι θεωρία αλλά πράξη, ότι είναι τα καλά μας έργα που και τους αδελφούς μας βοηθούν, αλλά και σε εμάς ανοίγουν, διά πρεσβειών και των αγίων τριών Ιεραρχών, τη θύρα του ελέους του Θεού.




