ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο Συναξάρι της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μας αναφέρει σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση, τα εξής: Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλησε να παραλάβει κοντά του την Μητέρα του, τότε φανέρωσε σ΄ αυτήν πριν από τρεις ημέρες, διά του Αρχαγγέλου Γαβριήλ την από την γη εις τον Ουρανό μετάστασή της, την μετάβασή της εις την αθάνατη ζωή. Ο Αρχάγγελος της έδωσε ως χαροποιό και νικητικό σημείο ένα κλάδο φοίνικα. Μόλις το έμαθε αυτό η Παναγία χάρηκε μεγάλη χαρά και φλεγόμενη από τον πόθο να μεταβεί στον Υιό Της, ανέβηκε με σπουδή και προθυμία στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, γιατί είχε αυτή την συνήθεια. Όταν δε ανέβαινε στο όρος έγινε το εξής θαυμαστό. Τα δένδρα που ήταν φυτεμένα στον δρόμο της έκλιναν τις κορυφές τους, σαν να ήταν έμψυχα και λογικά, και προσκυνούσαν την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, αποδίδοντας κατά το πρέπον σεβασμό και τιμή. Αφού προσευχήθηκε η Υπεραγία Θεοτόκος γύρισε στο σπίτι της, άναψε πολλά φώτα, τακτοποίησε το σπίτι και γνωστοποίησε στους συγγενείς και γείτονες τους λόγους που της φανέρωσε ο Αρχάγγελος. Οι γυναίκες λυπήθηκαν και την παρακάλεσαν να μην τις αφήσει ορφανές. Η δε Θεοτόκος τις βεβαίωσε ότι θα τις διαφυλάττει όχι μόνο αυτές, αλλά όλο τον κόσμο. Έπειτα δώρισε τα δυο φορέματα που είχε, όλο κι όλο, σε δυο πτωχές χήρες.
Ενώ συμβαίνουν αυτά, Θείω νεύματι, όλοι οι Απόστολοι με ένα τρόπο θαυμαστό συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ. Το Πανάγιο Πνεύμα μέσα σε νεφέλες συναγάγει τους μαθητές του Κυρίου από τα πέρατα της οικουμένης στην αγία Πόλη, για να αποχαιρετήσουν την Πάναγνο Μητέρα του Κυρίου και Θεού τους, την αγνή Μαριάμ, την κόρη της Ναζαρέτ, που τώρα από την γη απέρχεται εις τον Ουρανό. Μαζί με τους Αποστόλους ήλθαν με νεφέλες και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος Αθηνών, ο Απόστολος Τιμόθεος και ο Απόστολος Παύλος. Παρών ήταν και ο Άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος. Όλοι αυτοί μόλις έμαθαν την αιτία της συνάξεως θρήνησαν και έβρεχαν το πρόσωπό τους με δάκρυα, οπότε η Θεοτόκος τους είπε: «Ω φίλοι και μαθητές του εμού Υιού και Θεού, μην μεταβάλλετε σε πένθος και λύπη την χαρά μου, αλλά ενταφιάστε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω και έχω προετοιμάσει το νεκροκρέβατο». Κατόπιν η Παναγία ανακλίνεται στο νεκροκρέβατο και αφού απευθύνει δεήσεις και ικεσίες στον Υιό της, ευλογεί τους παριστάμενους, αφήνει εις τα χέρια του Υιού και Θεού Της την ολόφωτη και Παναγία ψυχή της. Τότε οι Απόστολοι έψαλαν επιτάφια εγκώμια και ύμνους προς την Παναγία. Παρέλαβαν κατόπιν το σώμα της Παναγίας και με λαμπάδες και ύμνους που συνέψαλαν και Άγιοι Άγγελοι πορεύτηκαν προς το μνήμα. Στην πορεία κάποιοι παρακινούμενοι από τον φθόνο των αρχόντων των Ιουδαίων προσπάθησαν να γκρεμίσουν το ιερό και ζωαρχικό σώμα της Θεοτόκου. Αλλά αμέσως θεία δίκη, τυφλώθηκαν και μάλιστα ένας που θρασύτατα όρμησε με ασέβεια, μόλις άγγιξε το νεκροκρέβατο Άγγελος Κυρίου του έκοψε τα δυο του χέρια, που κρέμονταν στην κλίνη. Όταν λίγο αργότερα μετανόησε και πίστεψε γιατρεύθηκε, αλλά παίρνοντας ένα μικρό τεμάχιο από το ιμάτιο της Θεοτόκου θεράπευσε και τους άλλους από το πάθος της τυφλότητας και της απιστίας. Φθάσαντες οι Απόστολοι στο χωριό Γεσθημανή ενταφίασαν το πάναγνο σώμα της Θεοτόκου μένοντας εκεί τρεις ημέρες. Τότε ήταν η Παναγία 59 ετών.
Ο Απόστολος Θωμάς ήταν ο μοναδικός μεταξύ των Αποστόλων που δεν μεταφέρθηκε εγκαίρως επάνω σε νεφέλη από το Πανάγιο Πνεύμα, ώστε να χαιρετήσει την μητέρα του Κυρίου και να παραβρεθεί στην ταφή της. Αλλά μεταφέρθηκε κι αυτός εν νεφέλαις την τρίτη ημέρα από την Κοίμηση της Θεοτόκου. Την ώρα που η νεφέλη του Θωμά έφθανε στην Γεθσημανή, βλέπει εν μέσω νεφελών και αγγέλων την Κυρία Θεοτόκο σωματικώς να ανέρχεται για τα Ουράνια. Η δε Θεοτόκος, για να πιστέψουν όλοι ότι μετατέθηκε σωματικώς εκ νεκρών, του παρέδωσε ως απόδειξη την Τιμία και Αγία Ζώνη της, με την οποία είχε ταφεί. Αυτή την ζώνη έδειξε ο Απόστολος Θωμάς στους υπόλοιπους μαθητές του Κυρίου για να πεισθούν ότι πράγματι συνάντησε την Παναγία, η οποία μετέστη. Τότε όλοι μαζί αποκύλισαν τον λίθο από τον τάφο της, όπου είχαν βάλει το σώμα της, αλλά το σώμα της δεν το βρήκαν μέσα. Το μνήμα ήταν κενό. Ο τάφος και ο θάνατος δεν την κράτησαν, γιατί ήταν η Μητέρα του Αρχηγού της Ζωής, ο οποίος εσκήνωσε στην αειπάρθενη μήτρα της και μετά την Κοίμησή της την οδήγησε στην αιώνια ζωή. Ο Υιός Της παραλαμβάνοντας την ψυχή Της, δεν άφησε ούτε το σώμα αυτής να γνωρίσει την φυσική φθορά μέσα στον τάφο. Την πήρε μαζί του στον Ουρανό, ως μητέρα της Ζωής και η Θεοτόκος με το άφθαρτο σώμα της μετέστη στην χαρά του Παραδείσου.
Η ταπείνωση ανυψώνει τον άνθρωπο και τον κάνει ανώτερο και των Αγγέλων. Αυτό ακριβώς μαρτυρείται σήμερα στο Πρόσωπο της Παναγίας μας. Η ταπείνωσή της έλκυσε το βλέμμα και την χάρη του Θεού και την κατέστησε Μητέρα του Υιού Του. Η ταπείνωσή της την ανέδειξε ως Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ. Υψώθηκε υπεράνω όλων των Αγίων, γι΄ αυτό και ως Παναγία την αναγνωρίζουμε και την επικαλούμεθα. Η Θεοτόκος είναι το υπόδειγμα όλων των Χριστιανών. Η αγνότητά της, η παρθενία της, η καθαρότητα της ψυχής και του σώματός της από κάθε αμαρτία και κυρίως η ταπείνωση και υπακοή της στο θείο θέλημα, πρέπει να γίνουν για όλους όσους ποθούν την Βασιλεία του Θεού και την χαρά του Παραδείσου κεντρικός άξονας της ζωής τους. Γύρω από αυτά πρέπει να περιστρέφεται καθημερινά ο νους και η καρδιά, εάν πράγματι θέλουμε κι εμείς να αναστηθούμε εις ανάσταση ζωής και όχι εις ανάσταση κρίσεως. Εάν θέλουμε τον Παράδεισο, άλλος δρόμος δεν υπάρχει από αυτόν που βάδισε η Παναγία μας.
Η Παναγία Παρθένος είναι ανάμεσα εις όλους τους Μακαρίους, ακηλίδωτος καθρέπτης αγνείας και καθαρότητας. Όλη καλή, όλη άμωμος, καθώς την ονομάζει εις το «Άσμα Ασμάτων» το Πνεύμα το Άγιον. Καθαρωτέρα ασυγκρίτως και των ανθρώπων και των Αγγέλων. Ακτινοβολεί της Παναγίας Παρθένου το μακάριο πρόσωπο, και κάνει διπλό το φως της ανέσπερης ημέρας. Οι Άγιοι κατά μέρος δέχονται της θείας δόξης το φως, αυτή δε «όλον δέχεται της δόξης τον Ήλιον». Εκείνοι μερικώς έλαβαν εδώ την χάρη, και κατά το μέτρον της χάριτος απολαμβάνουν εκεί την δόξα. Αυτή είναι δοχείο δεκτικό εκεί όλης της δόξης, καθώς εδώ στάθηκε δοχείο δεκτικό όλης της χάριτος. Είναι η Κεχαριτωμένη.
Αδύνατον είναι να φαντασθεί ανθρώπινος νους το υπέρλαμπρο εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισο. Η Σελήνη, ο Ήλιος, είναι σκοτεινά πράγματα παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητο κάλος, το οποίον βλέπουν και δεν χορταίνουν οι μακάριοι. Τι ωραίο! Τι φαεινό! Τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφίμ. Τούτο επιθύμησε να δει ένας νέος, πολλά ευσεβής, της Παρθένου την δόξα, και έκαμε προς αυτήν τέτοια δέηση. «Μαρία, γλυκύτατο όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβομαι και προσκυνώ με όλο τον πόθο και ευλάβεια της ψυχής μου, γιατί είσαι της ψυχής μου η παρηγοριά και η χαρά, αν βρήκα χάρη ενώπιόν σου ο ταπεινός δούλος σου, μία χάρη να μου κάνεις σε παρακαλώ, ανάμεσα στις άλλες ευεργεσίες. Να με αξιώσεις να σε ιδώ καθώς είσαι εις τον Παράδεισο. Αξίωσέ με, Αειπάρθενε Κόρη, αξίωσέ με, Μητέρα του ελέους. Ας σε δω, και ευχαριστούμαι να χάσω ένα από τα μάτια μου». Εισάκουσε η Πάναγνος Δέσποινα του ευλαβούς της δούλου την προσευχή. Του φάνηκε μία νύκτα εις τον ύπνο του ολολαμπής, με όλο εκείνο το φως της δόξης, με το οποίον λάμπει εις τον Ουρανό. Ξύπνησε ο νέος και, αληθινά, έχασε το ένα από τα μάτια του, μα από την χαρά όπου είχε, ότι αξιώθηκε να δει την Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, δεν λυπήθηκε, ότι στερήθηκε το φως του. Μάλιστα πάλι παρακαλεί να την δει άλλη μία φορά, και ευχαριστείται να χάσει και το άλλο μάτι, οπού του έμεινε. Και πάλι αξιώθηκε, πάλι την είδε. Έμεινε έκθαμβος από την χαρά που ένιωσε. Και ενώ περίμενε να μείνει τυφλός και από τα δύο μάτια, η συμπαθέστατη Μητέρα του Θεού, σαν του φάνηκε την δεύτερη φορά, όχι μόνον δεν τον στέρησε το ένα μάτι οπού του έμεινε, αλλά του έκανε καλά και το άλλο οπού είχε χαμένο. Ξύπνησε ο νέος εκείνος, και με τα δύο μάτια υγιή, και όλος εκστατικός από την διπλή χαρά, με πολλά δάκρυα ευλαβούς αγαλλιάσεως, έδωκε στην Θεομήτορα χίλιες ευχαριστίες.
Το Κοντάκιο της σημερινής εορτής μας αναφέρει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος προσεύχεται άγρυπνα για το γένος των ανθρώπων και εμείς έχουμε αμετάθετη, σταθερή ελπίδα για την προστασία της και τις πρεσβείες της ενώπιον του Υιού της. Ο θάνατος και ο τάφος δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν υπό την εξουσία τους. Η Παναγία μας μιμήθηκε την ταπείνωση του Υιού της, έτσι κι εμείς, όσοι σήμερα την τιμούμε και την μακαρίζουμε, ας μιμηθούμε την ταπεινή και υπάκουη στον Θεό ζωή της Θεοτόκου. Να είμαστε βέβαιοι ότι έτσι θα Την έχουμε ως σκέπη, ως ευλογία και προστασία. Αλλά και την φοβερή ημέρα της εξόδου μας, από την μάταιη αυτή και πρόσκαιρη ζωή, θα είναι Εκείνη που μετά Αγγέλων θα παραλάβει την ψυχή μας μεταφέροντάς την στην Βασιλεία του Υιού και Θεού της. Αμήν.



