Skip to content
Λιγότερο από 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά

Τη 4η του αυτού μηνός μνήμη του Αγίου Προφήτου Μωυσέως, του Θεόπτου

ΑΒΡΑΑΜ  Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Η Εκκλησία μας τιμά σήμερα, 4 Σεπτεμβρίου, την μνήμη του  Προφήτου Μωυσέως, του Θεόπτη. Ο Μωυσής υπήρξε ο υπέρτατος των φιλοσόφων και ο σοφότερος απάντων των ιστοριογράφων. Από τα χέρια του θεόπνευστου Μωυσέως προήλθε η Πεντάτευχος, δηλαδή τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, η Γένεσις, η Έξοδος, το Λευιτικόν, οι Αριθμοί και το Δευτερονόμιον. Ο Προφήτης Μωυσής γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1571 π.Χ. Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Αμράμ και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Οι Ισραηλίτες είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο από την εποχή του Ιωσήφ, ο οποίος είχε αναγορευτεί από τον Φαραώ ως αντιβασιλέας της Αιγύπτου. Ο Ιωσήφ κάλεσε στην Αίγυπτο τον πατέρα του και τους αδελφούς του. Από τότε αυτοί και οι απόγονοί τους παρέμειναν στην Αίγυπτο. Μετά τον θάνατο του Ιακώβ οι Ισραηλίτες επληνθύθηκαν τόσο, ώστε αποτέλεσαν ένα μεγάλο έθνος.

Στις επόμενες γενιές ένας άλλος Φαραώ, φοβούμενος την πληθυσμιακή εξάπλωση τον Ισραηλιτών, σκέφτηκε να τους καταστρέψει με διάφορους τρόπους. Τους επέβαλε σκληρές δοκιμασίες και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Διέταξε τις μαίες να φονεύουν τα αρσενικά νεογέννητα παιδιά των Εβραίων. Όταν γεννήθηκε ο Μωυσής, για να γλυτώσει τον θάνατο, η μητέρα του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο σπάρτινο, που πίσσωσε και τον άφησε στις όχθες του Νείλου, εγκαταλείποντάς το στην Θεία Πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν, η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «υδατόσωστος, δηλαδή σεσωσμένος από τα ύδατα». Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώση των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των Πατέρων του και την αγάπη προς το Έθνος του.

Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί αδίκως εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός. Εκεί παντρεύτηκε την Σεπφώρα, θυγατέρα του ιερέα Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην Αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.

Μια ημέρα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφή πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν. Με την θεοφάνεια αυτή, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του Παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθερώσει τον λαό Του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των Πατέρων του. Επειδή ο Μωυσής ήταν βραδύγλωσσος και ισχνόφωνος δίσταζε να αναλάβει το έργο, γι΄ αυτό ο Θεός του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών. Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρέψουν τον Θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν. Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, που είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.

Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσέως κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του Θεού του Ισραήλ, ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. Έτσι 430 χρόνια μετά την υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ, αναχώρησαν από την Αίγυπτο 600.000 άνδρες χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Στην πορεία τους ο Θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός. Μετά την αναχώρησή τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξή τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς Θαλάσσης. Ο Μωυσής κατ’ εντολή του Θεού χτύπησε τα νερά της Θάλασσας με το ραβδί του σταυροειδώς και τα διαχώρισε στα δύο. Έτσι, οι Ισραηλίτες διάβηκαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανάφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.

Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο, επινίκιο Ωδή προς τον Θεό, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν,» (Έξ. 15, 1-2). Τον ύμνο τον έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.

Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά για να ανακουφίσει την δίψα τους, γλύκανε τα πικρά νερά που υπήρχαν βάζοντας ένα ξύλο σ΄ αυτά, που προεικόνιζε τον Σταυρό. Στην έρημο Σίν χάρη στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Το μάννα κρατιόταν μόνο για μια ημέρα. Μόνο την ημέρα της Παρασκευής και Σαββάτου διατηρούνταν στο διήμερο. Επίσης τους έστειλε ως κρέας πλήθος από ορτύκια. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή. Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά. Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του. Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της Δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις Εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες. Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία. Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.

Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει. Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού. Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32). Ο Προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις Δέκα Εντολές καθ’ υπαγόρευση του Θεού. Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης. Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το Θείο Φως, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φως, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του Θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο Προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην Σκηνή του Μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό. Ο Μωυσής κατασκεύασε με ξύλο περιχρυσωμένου την Κιβωτό της Διαθήκης. Επίσης την Σκηνή του Μαρτυρίου, η οποία χρησίμευε σαν κινητός ναός.  Όρισε τις διάφορες εορτές των Εβραίων, δηλαδή το Πάσχα, την Πεντηκοστή, την Σκηνοπηγία, την εορτή του Εξιλασμού και την εορτή του Ιωβιλαίου.

Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους, ο Μωυσής με τον λαό συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο Θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την Θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ’ ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ’ ετέρου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω. Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.

Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο Θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ’ αιτίας της «αντιλογίας» του, του δισταγμού του, τιμωρήθηκε από τον Θεό να μην εισέλθει στην Γη της Επαγγελίας. Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδάνου ποταμού, απέναντι από την Χαναάν. Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του Θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Έπειτα έχρισε ως διάδοχό του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον Θεό την ωδή, «Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου….» (Δευτ. 32, 1-43) και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών, περί το έτος 1451 π.Χ., στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ της Μωάβ, όπου είχε ανεβεί για να του δείξει Άγγελος Κυρίου από μακριά την Γη Χαναάν, που του υποσχέθηκε ο Κύριος. Τάφηκε, στην πεδιάδα Μωάβ και τον έκλαψαν οι Ισραηλίτες για τριάντα ημέρες.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε η θαυματουργός ράβδος του Προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτορας πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε την ράβδο μέσα σ’ αυτόν. Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι.

Ταις του Προφήτου Μωυσέως πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.

Το πρωτότυπο άρθρο https://enromiosini.gr/arthrografia/ti-4i-toy-aytoy-3/ ανήκει στο Ενωμένη Ρωμηοσύνη .