Skip to content
Λιγότερο από 1 λεπτό Διάρκεια άρθρου: Λεπτά

Τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέρχεται μόνον εἰς τὰς εὐγνωμόνους ψυχάς!

Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς

  Ἡ Ἑορτή τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς εἶναι, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, μιά ἑορτή πού μποροῦμε νά ἐπιτελοῦμε κάθε μέρα καί ὄχι μόνο μία φορά τόν χρόνο. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν λέει στούς μαθητές Του ὅτι: «Ὁ ἀγαπῶν με, τάς ἐντολάς μου τηρήσει, καί ἐγώ ἐρωτήσω τόν Πατέρα μου, καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ’ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας». Ἔτσι, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή, «τό Πνεῦμα πρός ἡμᾶς ἦλθε» μέ σκοπό νά βρίσκεται πάντοτε μαζί μας[1]. Οἱ ἄνθρωποι στό ἑξῆς ἔχουν τήν δυνατότητα, ὁποιαδήποτε μέρα τῆς ζωῆς τους, νά γίνουν διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔνσαρκοι ἄγγελοι. Πλέον, μπορεῖ κανείς νά δεῖ «γλῶτταν πηλίνην» νά διατάζει δαίμονες καί «χεῖρα πηλίνην» νά θεραπεύει νοσήματα[2], γιατί ὁ Χριστός μας, μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅποιος πιστεύει σέ Ἐκεῖνον θά ἀποκτήσει τήν δυνατότητα νά τελέσει θαύματα ὅμοια μέ τά δικά Του καί ἀκόμα μεγαλύτερα (Ἰω. 14, 12)!

  Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι πλέον ἀδιάλειπτος καί δέν ἐντοπίζεται μόνο στά θαύματα, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, στήν χειροτονία, στήν Θεία Εὐχαριστία[3] καί γενικότερα σέ κάθε τι πού ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, ἐντός τῆς Ὁποίας μποροῦμε νά βιώσουμε τήν «ἀδιάλειπτο Πεντηκοστή»[4]. Διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «δουλείας ἀπαλλαττόμεθα» καί «εἰς ἐλευθερίαν καλούμεθα»[5]. Κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι χειροτονήθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα[6] καί ἔλαβαν πῦρ «ὥστε κατακαῦσαι τά τῆς οἰκουμένης ἁμαρτήματα καί ἀφανίσαι πάντα»[7]. Στό ἑξῆς «τό πῦρ τοῦ Πνεύματος, ἐπειδάν λάβῃ ψυχήν εὐγνώμονα, κἄν εὕρη πηλοῦ μᾶλλον διαλελυμένην, σιδήρου στερροτέραν ἀπεργάζεται»[8]. Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα, διά τῶν χαρισμάτων Του, τά ὁποῖα ἐκχέει στόν κόσμο διά τῆς Ἱερωσύνης – ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν μόνη «δυνατότητα ἀσφαλοῦς καί βεβαίας μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν θεία καί ζωοποιό Ἐνέργεια καί Δύναμη»[9] τοῦ Ἁγίου Πνευματος – ἀκόμη καί ἄν ἔχει κανείς ψυχή πιό διαλυμένη καί ἀπό τόν πηλό, μπορεῖ νά τήν καταστήσει πιό στέρεα ἀκόμη καί ἀπό τόν σίδηρο. Μοναδική προϋπόθεση εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει «ψυχή εὐγνώμονα».

  Ἄν μελετήσει κανείς τήν ἔννοια τῆς εὐγνωμοσύνης θά συνειδητοποιήσει ὅτι δέν εἶναι κάτι τόσο ἁπλό καί σίγουρα δέν εἶναι κάτι τυπικό. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι, κατά τόν ἅγιο Νεκτάριο, τὸ «ἀγαθόν καί εὐγενές συναίσθημα τοῦ εὐεργετηθέντος πρός τόν εὐεργέτην καί ἡ ὁμολογία ταύτης»[10]. Οἱ εὐγνώμονες ἔχουν ἀγαθή καρδιά, νοῦν ὑγιῆ καί ψυχή ἄδολη. Ὅπου καί ὅποτε κι ἄν βρεθοῦν, μνημονεύουν τήν εὐεργεσία πού ἔλαβαν καί τόν εὐεργέτη τους. Διά παντός «μέμνηνται αὐτοῦ καί ἐν ταῖς δεήσεσιν αὐτῶν μνημονεύουσιν αὐτοῦ»[11]. Μάλιστα, ὁ εὐεργέτης καθίσταται πλέον φίλος τους καί στό ἑξῆς φροντίζουν ἀνά πᾶσα στιγμή γιά τήν τιμή καί τήν ὑπόληψή του. Χαίρονται δέ, μέ τήν χαρά του καί λυποῦνται μέ τήν θλίψη του. Ὡς ἀποτέλεσμα, «οἱ εὐγνώμονές εἰσιν ἀγαπητοί τῷ Θεῷ καί ἡ σκέπη Αὐτοῦ σκεπάζει αὐτούς πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν» γιατί «ὁ εὐγνώμων πρός τόν εὐεργέτην εἶναι εὐγνώμων καί πρός τόν Θεόν καί εὐχαριστεῖ αὐτῷ ἐπί ταῖς εὐεργεσίαις αὐτοῦ καί εὐλογεῖ τό ὄνομα Αὐτοῦ. Ὁ εὐγνώμων καί εὐχάριστος ἄνθρωπος εἶναι εὐσεβής καί δίκαιος καί φοβεῖται τόν Θεόν καί ποιεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον. Ὁ Θεός θέλει τιμήσει αὐτόν»[12].

  Στήν παραπάνω περιγραφή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου βρίσκουμε τό γιατί τελικά δέν ἑλκύουμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε, κατ’ οὐσίαν, ἀγνώμονες πρός τόν ἴδιο τόν Θεό ἀφοῦ, ἄν ὁ ἀγνώμων «τόν εὐεργέτην αὐτοῦ δὲν ἀγαπᾷ, ὅν εἶδε, τόν Θεόν ὅν δέν εἶδεν, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[13]. Πρός τούς ἄλλους ἔχουμε μόνο ἀπαιτήσεις, ποτέ εὐγνωμοσύνη. Γι’ αὐτό καί ἡ καρδιά μας δέν εἶναι ἀγαθή, οὔτε ὁ νοῦς μας ὑγιαίνει. Ἡ καρδιά μας εἶναι δόλια, γιατί ἀποσκοπεῖ στό νά λάβουμε ὅσα περισσότερα μποροῦμε ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά δώσουμε τίποτε σέ ἀντάλλαγμα, οὔτε κἄν ἕνα εὐχαριστῶ. Ἀκόμη, ἄραγε φροντίζουμε, ὅπως οἱ εὐγνώμονες σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο, γιά τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τοῦ εὐεργέτη μας; Μᾶλλον ὄχι. Μάλιστα, ὁ ἀγνώμων εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τόν εὐεργέτη «διότι ἡ εὐεργεσία ἡ μή τίκτουσα ἀγάπην εἰς τήν καρδίαν κυοφορεῖ μῖσος ἐν αὐτῇ»[14]. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅταν βρισκόμαστε σέ κάποια συζήτηση, στήν ὁποία λέγονται ἄσχημα καί συκοφαντικά λόγια γιά αὐτόν πού μᾶς ἔχει εὐεργετήσει, ὄχι μόνο δέν ἀντιδροῦμε, ἀλλά πολλές φορές συμφωνοῦμε κιόλας, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀγνώμονες, πού «ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν ἐνδιαβάλλουσι καί ἀντί ἀγαθῶν ἀποδίδουσι πονηρά»[15]. Ἄν αὐτό δέν εἶναι ἀγνωμοσύνη, τότε τί εἶναι; Πῶς μιά τέτοια καρδιά, κρύα καί ἀχάριστη, μπορεῖ νά ἑλκύσει την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. «Ὁ ἀγνώμων εἶναι τελείως ἔξω ἀπό τόν Θεό, εἶναι διάβολος καί ὅπως ὁ διάβολος, δέν θυμᾶται τίποτε ἀπό ὅ,τι τοῦ ἔχει κάνει ὁ Θεός»[16].

  Ἄν ἀνατρέξουμε στό παρελθόν μας, θά βροῦμε ἀμέτρητους ἀνθρώπους, στούς ὁποίους ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη. Κι ὅμως, τούς ἔχουμε πιά λησμονήσει. Ἄν ἀσχοληθοῦμε σοβαρά μέ αὐτή τήν ἐργασία, ἀνατρέχοντας στό παρελθόν μας, θά βροῦμε, ἐκτός ἀπό τούς γονεῖς μας πού μᾶς ἔφεραν στή ζωή, κάποιον ἤ κάποιους πού ἴσως μᾶς ἔσωσαν ἀκόμη καί τήν ζωή ἀπό βέβαιο θάνατο. Ὕστερα, εἶναι οἱ δάσκαλοί μας, ὄχι μόνο στό σχολεῖο, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο μάθαμε κάτι. Ἀκόμη καί στούς ἐχθρούς μας ὀφείλουμε εὐγνωμοσύνη, διότι μέ τήν στάση τους μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε κι ἐμεῖς πραγματικά πόσο ἐλλιπεῖς εἴμαστε στήν πνευματική μας ζωή. Εἴμαστε πολύ μακριά ἀπό τόν ὄντως εὐγνώμονα ἄνθρωπο, πού «ὅσο καί νά τόν ἔχουν βλάψει, ὅσα καί νά τοῦ ἔχουν κάνει κακά, τό παραμικρό, πού θά τοῦ ἀνοίξουνε τήν πόρτα, πού θά τοῦ ποῦνε ἕνα λόγο, τό θεωρεῖ μεγάλη εὐεργεσία καί δέν τό ξεχνάει ποτέ. Γιατί; Γιατί ἔχει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του, ἡ ὁποία ἐξαφανίζει τό κακό»[17].

  Ἀλλά, πρῶτα ἀπό ὅλα ὅσοι ἤμαστε κάποτε τυφλοί καί χωρίς ἐλπίδα, ὅσοι γεννηθήκαμε ξανά διά τῶν εὐχῶν καί τῆς ἀγάπης τῶν πνευματικῶν μας Πατέρων καί Διδασκάλων, πῶς μποροῦμε αὐτό νά τό ξεχάσουμε καί νά μήν τό ὁμολογοῦμε σέ κάθε μας βῆμα; Δέν μποροῦμε, ὅπως θά ἔπρεπε καί θά ἤθελε ὁ Θεός, νά τό κάνουμε αὐτό, διότι ἔχουμε στραμμένη ὅλη μας τήν προσοχή στόν ἑαυτό μας τόν ὁποῖο ἔχουμε ἀνάγει σέ ὑπέρτατη ἀξία. Ποῦ θά ἤμαστε ὅμως χωρίς τούς Πατέρες καί Διδασκάλους μας; Πῶς ἀλλιῶς θά γνωρίζαμε τόν Χριστό χωρίς ἐκείνους; Πῶς θά μαθαίναμε γιά τήν Χαρά καί τήν Εἰρήνη καί τήν Εὐλογία Του, ἀλλά καί πῶς θά τά λάβουμε αὐτά στὴν ζωήν μας; Στή ζωή τῶν Πατέρων μας εἴδαμε ζωντανά αὐτά τά πράγματα, εἴδαμε πῶς χαίρονταν τό κάθε τι, μέ πόση εἰρήνη μᾶς μιλοῦσαν, ἀκόμα καί ὅταν ἔπρεπε νά ἐκφράσουν τόν θυμό τους γιά κάτι πού ἦταν ἐνάντια στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πού ἐμπόδιζε τήν πρόοδο καί τήν γνωριμία μας μέ τόν Χριστό. Κυρίως, ὅμως εἴδαμε πῶς εἶναι νά ἔχει ὁ Πατέρας μας τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ σέ κάθε του κίνηση καί ἐργασία, τήν ὁποία Εὐλογία ὁ Πατέρας μας ἐξασφάλιζε καί σέ ὅλους ἐμᾶς πλουσιοπάροχη. Ἐμεῖς αὐτά ὅλα τά εἴδαμε καί τά ζήσαμε κοντά στόν π. Βασίλειο Βολουδάκη καί ἔχουμε ἐλάχιστο χρέος νά τό ἀναφέρουμε σέ κάθε εὐκαιρία. Πῶς δέν μαλακώνει ἡ καρδιά μας ὅμως μπροστά σέ τέτοιες εὐεργεσίες εἶναι ἕνα μυστήριο. Τί ἔχουμε πάθει;

  Ἡ εὐγνωμοσύνη δέν ἔχει νά κάνει μόνο μέ ἐξωτερικές ἐκφράσεις, ἀλλά κυρίως μέ τά αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μας. Κι ἐκεῖ εἶναι πού ὑστεροῦμε. Γιατί δέν συνειδητοποιοῦμε μέ τήν καρδιά καί τόν νοῦ μας, ὅτι χωρίς τούς ἀνθρώπους πού ἔστειλε στή ζωή μας ὁ Θεός, δέν θά εἴμαστε οἱ ἴδιοι; Γιατί μᾶς ἀρέσει ὅλα νά τά ὑποβαθμίζουμε; Ξεκινοῦμε τήν ζωή μας μέ ἀνθρώπους, τούς ὁποίους γιά κάποιον λόγο ξεχωρίσαμε καί θαυμάσαμε, εἴτε πρόκειται γιά τόν ἄνδρα ἤ τήν γυναῖκα μας, εἴτε γιά κάποιον φίλο μας, ἤ ἀκόμη καί γιά τόν πνευματικό μας Πατέρα. Ξαφνικά, κάποια μέρα, συνειδητοποιοῦμε ὅτι τελικά δέν εἶναι καί τόσο σπουδαῖοι καί ἀπαραίτητοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί αὐτά πού μᾶς προσφέρουν. Τότε ψάχνουμε γιά ἄλλον ἄνδρα ἤ γυναῖκα, γιά νέους φίλους καί πνευματικό πατέρα. Καί αὐτό δέν σταματᾶ ποτέ, γιατί τελικά δέν εὐγνωμονοῦμε κανένα γιά τίποτα, πού σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπαίνει ποτέ πραγματικά στήν καρδιά μας. Ποῦ νά βρεθεῖ χῶρος γιά τόν Θεό μέσα μας;

  «Κύριε τῆς ἀγάπης, δῶσε μου τήν ἀγάπην Σου διά τούς πάντας καί τά πάντα!». Δῶσε μας τήν εὐγνωμοσύνη γιά τούς πάντες καί τά πάντα, πού εἶναι ἡ στοιχειώδης προϋπόθεση γιά τήν ἀγάπη Σου, πού «ἀγαπᾷ τούς πάντας: ἀγαπᾷ φίλους καί ἐχθρούς, ἀγαπᾷ ἁμαρτωλούς καί κακούργους, δεν ἀγαπᾷ ὅμως τάς ἁμαρτίας των καί τά ἐγκλήματά των» [18].

Ἀμήν!

Σημειώσεις:

[1] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν καί διά τί σημεῖα νῦν οὐ γίνεται, και ὅτι τά πραττόμενα καί λεγόμενα παρ’ ἡμῶν ἀναγράφεται, PG 50, 454. [2] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ. π., PG 50, 455. [3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ. π., PG 50, 463-464. [4] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, ἐκδ. Ι.Μ.Μ.Β., Ἅγιον Ὄρος, 2019, σελ. 361 κ.ἑ.  [5] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, Ὁμιλία β΄, PG 50, 463-464. [6] Πρωτοπρ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ἡ Φανέρωση τῆς Ἱερωσύνης στόν Κόσμο, ἐκδ. “Ὑπακοή”, Ἀθῆναι, 1996, σελ. 17. [7] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν καί διά τί σημεῖα νῦν οὐ γίνεται, καί ὅτι τά πραττόμενα καί λεγόμενα παρ’ ἡμῶν ἀναγράφεται, PG 50, 460. [8] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, Ὁμιλία β΄, PG 50, 465. [9] Πρωτοπρ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, ὅ. π., ἐκδ. “Ὑπακοή”, Ἀθῆναι, 1996, σελ. 11. [10] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Τό Γνῶθι σαὐτόν, ἐκδ. “Ἅγιος Νικόδημος”, Ἀθῆναι, σελ. 200. [11] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ. π., σελ. 200. [12] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ. π., σελ. 201. [13] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ. π. [14] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ. π., σελ. 202. [15] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὅ. π. [16]Πρωτοπρ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Διαδικτυακή Ομιλία με τίτλο: ΣΚΙΑΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΥΓΝΩΜΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΝΩΜΟΝΑ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ), στο youtu.be, αντλήθηκε στις 27/5/2025. [17] Πρωτοπρ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, ὅ. π. [18] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι, 1987, σελ. 58.

Το πρωτότυπο άρθρο https://orthodoxostypos.gr/%CF%84%CF%8C-%E1%BC%85%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%BD%CE%B5%E1%BF%A6%CE%BC%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%81%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CE%BD-%CE%B5%E1%BC%B0/ ανήκει στο Ορθόδοξος Τύπος .